Βαρθολομαίος στον νέο Πατριάρχη Βουλγαρίας: Ευχόμαστε να αποτελέσεις παράδειγμα προς μίμηση

“Μακαριώτατε Αδελφέ, ευχόμεθα να αποτελέσης παράδειγμα προς μίμησιν”, ανέφερε στο συγχαρητήριο μήνυμά του ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος προς τον νέο Πατριάρχη Βουλγαρίας Δανιήλ κατά την ομιλία του στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι, όπου πραγματοποιήθηκε χθες η τελετή ενθρόνισης του νεοεκλεγέντος Πατριάρχη.

Στην ομιλία του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης αναφέρθηκε στην ιστορική στιγμή της ενθρόνισης και τόνισε τη συνεχή μαρτυρία και συμβολή της Εκκλησίας στη διατήρηση της πίστης και της παράδοσης. Αναγνώρισε την πολυκύμαντη ιστορία της Εκκλησίας και υπογράμμισε την εσχατολογική διάσταση της Εκκλησιαστικής ζωής.

Επεσήμανε τις ευθύνες και τη θυσιαστική φύση της θέσης του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, όπως αυτές ορίστηκαν από τις Αγίες Οικουμενικές Συνόδους. Ο Πατριάρχης τόνισε τη σημασία της διατήρησης της ενότητας, της αγάπης, της αγιότητας, και της αλληλεγγύης μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών, καλώντας σε υπέρβαση των ιστορικών αγκυλώσεων και προώθηση μιας νέας εποχής στις ενδορθόδοξες σχέσεις.

“Επαινούμε την ομόθυμον πρωτοβουλίαν της προσκλήσεως να παραστώμεν προσωπικώς εις την εκλογήν και ανάδειξιν του εν υμίν πρώτου διά πρώτην φοράν εν τοις εκκλησιαστικοίς πράγμασι”, ανέφερε χαρακτηριστικά ο Οικουμενικός. “Το άκρως ελπιδοφόρον γεγονός τούτο δίδει νέαν προοπτικήν εις τα ενδορθόδοξα πράγματα και εγκαινίζει τοιουτοτρόπως μίαν νέαν εποχήν”, πρόσθεσε. Κι επισήμανε: “Η εποχή αύτη οφείλει να χαρακτηρίζηται εκ της υπερβάσεως των ιστορικών αγκυλώσεων, του απομονωτισμού και της αυταρκείας και να προοδοποιή, αγαλλομένω ποδί, την «επανεκκλησιοποίησιν» των διορθόδοξων σχέσεων”.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης εξήρε την πρωτοβουλία να παραστεί προσωπικά στην ενθρόνιση του νέου Πατριάρχη, χαρακτηρίζοντας το γεγονός ως άκρως ελπιδοφόρο για την πορεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Επίσης, ευχήθηκε ο νέος Πατριάρχης Βουλγαρίας να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση: “Συ δε, Μακαριώτατε Αδελφέ, ευχόμεθα να αποτελέσης παράδειγμα προς μίμησιν, άκλινώς προσανατολισμένος και αγκυροβολημένος εις τους γαληνούς και ευδίους λιμένας της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας”, είπε ο Οικουμενικός.

Τέλος, διαβεβαίωσε ότι η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία θα του προσφέρει πάντοτε κατανόηση και στήριξη κι έκλεισε την ομιλία του λέγοντας προς τον νέο Πατριάρχη: “Εις το ταπεινόν, πλην αειλαμπές «Φανάριον», πάντα θα ευρίσκης κατανόησιν, στήριξιν και αρωγήν. Εις αυτό θα αναζωογονήσαι εκ των ζωοποιών ναμάτων της Θεομητορικής Πόλεως, της περικρατούσης μετ᾽ εγκαρτερήσεως και μυχίου ευχαριστίας την ορθότητα της πίστεως και την κανονικήν παράδοσιν της υγιούς εκκλησιολογίας.”

Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχη παρακάτω:

Μακαριώτατε Μητροπολίτα Σόφιας και Πατριάρχα πάσης Βουλγαρίας κ. Δανιήλ,

Ιερώτατοι εκπρόσωποι των κατά τόπους Αγίων του Θεού Εκκλησιών,

Λοιποί Τιμιώτατοι Αδελφοί Αρχιερείς,

Μεγαλειότατε,

Εξοχώτατε κ. Πρόεδρε της Δημοκρατίας,

Εξοχώτατε κ. Πρωθυπουργέ και λοιποί Εκλαμπρότατοι Άρχοντες της Χώρας,

Τιμιώτατοι Εκπρόσωποι λοιπών Χριστιανικών Δογμάτων και των Θρησκειών,

Εξοχώτατοι Εκπρόσωποι των ενταύθα Διπλωματικών Αποστολών,

Ευλαβέστατοι Κληρικοί παντός βαθμού και Οσιώτατοι Μοναχοί και Μοναχαί,

Προσφιλέστατα τέκνα της εν Σόφια και πάση τη Θεοσώστω Χώρα της Βουλγαρίας Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας!

«Δεί δε τας αρετάς τη πίστει παραπεπηγέναι και δι᾽ αμφοίν τον σπουδαίον καταρτίζεσθαι. Και γαρ δογμάτων μεν ευθύτης πολιτείας προβάλλεται κοσμιότητα, πράξεων δε καθαρότης πίστεως απαγγέλλει θειότητα». [1]

Την ρήσιν του εν Αγίοις προκατόχου ημών Φωτίου του Μεγάλου προς τον Ηγεμόνα των Βουλγάρων Βόριδα-Μιχαήλ προ χιλίων διακοσίων σχεδόν ετών βλέπομεν σήμερον πραγματοποιουμένην και επαληθευομένην, πολυφίλητε και πολυτίμητε εν Χριστώ τω Θεώ αδελφέ κ. Δανιήλ, εν τω προσώπω της Υμετέρας Μακαριότητος, της μόλις αναδειχθείσης ψήφοις κανονικαίς εις Μητροπολίτην Σόφιας και Πατριάρχην πάσης Βουλγαρίας, διότι η μεν ευθύτης της πίστεως εγγυάται την του βίου κοσμιότητα και ευπρέπειαν, ο δε αδάμας των θείων δογμάτων και της ευσεβείας η στιλπνότης διαγγέλλει της πολιτείας την τε ωραιότητα και αλήθειαν.

Κατασπαζόμεθα και περιπτυσσόμεθα εν αγάπη βαθεία και εν τιμή ιδιαζούση την Υμετέραν Μακαριότητα επί τη εκλογή Αυτής εις την πρώτην Επισκοπικήν Καθέδραν της κατά Βουλγαρίαν Εκκλησίας εις διαδοχήν του μακαρία τη λήξει γενομένου αοιδίμου προκατόχου Υμών κυρού Νεοφύτου, του πραοτάτου και ησυχίου, και αναβοώμεν, μετά πολλής ελπίδος και αγαθής προσδοκίας στεντορεία τη φωνή και παλλομένη τη καρδία το «Άξιος»!

Συνηγμένοι άπαντες σήμερον «επί το αυτό», ως εν τω υπερώω της Αγίας Πεντηκοστής, ορώμεν νοΐ καρδίας τας πυρφόρους γλώττας του Παρακλήτου, ως μίαν ακόμη ιστορικήν φανέρωσιν, κατά την σπουδαίαν ταύτην στιγμήν. Γινόμεθα και ημείς μάρτυρες και συνεχισταί της ιεράς ιστορίας της Εκκλησίας και προσθέτομεν μικρόν τι εις την αδιάσπαστον συνέχειαν της πίστεως και πιστούμεν και ημείς, κατά το αναλογούν μέρος, την ακαινοτόμητον παρακαταθήκην των Πατέρων ημών.

Βεβαίως, η Ορθόδοξος κατά Ανατολάς Εκκλησία δεν κατατρύχεται υπό ενός συνδρόμου «ιστορισμού», τουτέστιν από την εξάντλησιν της πραγματικότητος και της υποστάσεώς της εις την εμμονικήν προσκόλλησιν εις τα συμβεβηκότα και τα παρελθόντα, διότι η ιστορία ουδέποτε υπήρξεν ανέφελος, τουναντίον, θα ελέγομεν άνευ περιστροφών, ήτο πολυκύμαντος και ταραχώδης. Η σχέσις, μάλιστα, της καθ᾽ ημάς εν Κωνσταντινουπόλει Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας μετά της ενταύθα συνεκλεκτής, άγιε Αδελφέ, υπήρξε κάποτε συγκρουσιακή και οδυνηρά. Όμως, το ιστορικόν παρελθόν δεν είναι δυνατόν να αποτελή κριτήριον του εκκλησιαστικού βίου, διότι η Εκκλησία συνιστά πραγματικότητα εσχατολογικήν και ουχί παρελθοντικήν. Βεβαίως η ιστορία διδάσκει˙ και όστις δεν διδάσκεται εκ των λαθών και των παθών του ιστορικού παρελθόντος θα υποστή αναποφεύκτως τας συνεπείας εν τω μέλλοντι.

Η κοινή τροφός Μήτηρ των Ορθοδόξων Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως επορεύθη, και πορεύεται, και, Θεού θέλοντος, θα πορεύηται ες αεί εις τον ιστορικόν Της βίον, με σταθηράν προσήλωσιν εις την εσχατολογίαν, διότι εκεί ευρίσκεται η αλήθεια των πραγμάτων, δίχως βεβαίως να απεμπολή το ειδικόν της βάρος και να παραγνωρίζη την ιστορίαν, διότι άλλως θα έρρεπεν εις ένα τρόπον υπάρξεως ιδεαλιστικόν.

Ατυχώς, σήμερον εξ ενίων αδελφών Ορθοδόξων αναπτύσσεται ανέρειστος πολεμική κατά της ουσίας των ευθυνών του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, του υποστασιάζοντος την θυσιαστικήν φύσιν των ευθυνών αυτών, ως τας διετύπωσαν, τη πνοή του Παναγίου Πνεύματος, εις τας αμεταθέτους των κανονικάς αποφάνσεις αι Άγιαι Οικουμενικαί Σύνοδοι και τας ηρμήνευσεν απαρεγκλίτως η ζωή και η μακραίων πράξις της Εκκλησίας.

Ο κύριος αντιρρητικός λόγος των μικροψυχούντων και αχαριστούντων προς την ευεργέτιδα αυτών Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν επικεντρούται εις το ότι η υπερέχουσα εις θυσίαν, και συνεπώς εκ της θυσίας εις τιμήν, θέσις του Κωνσταντινουπόλεως ωφείλετο εις ιστορικά δεδομένα και καταστάσεις, άτινα παρήλθον ανεπιστρεπτί, και ως εκ τούτου σήμερον ταύτα πάντα έχουν μουσειακήν και ερευνητικήν αξίαν, αγνοούντες σκοπίμως και ηθελημένως ότι αι τοιαύται προνομίαι ευθύνης αυτού υπηρετούν αποκλειστικώς την σωστικήν, ήτοι την εσχατολογικήν, προοπτικήν της Εκκλησίας και ουδόλως εγκόσμιόν τινα επιδίωξιν η εξουσιαστικήν διάθεσιν.

Επαναλαμβάνομεν μετ’ εμφάσεως, έστω και εάν κινδυνεύωμεν να θεωρηθώμεν ως κοινολογούντες, ότι αι ευθύναι της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως καθιερώθησαν υπό των Αγίων και Οικουμενικών Συνόδων, δηλονότι υπό Αυτού του Παναγίου Πνεύματος και των θεοφόρων Πατέρων, οίτινες ενωτιζόμενοι τας λεπτάς και θεουργικάς Αυτού επιπνοίας κατέγραψαν την αστασίαστον εμπειρίαν της Εκκλησίας.

Αυτήν την φερέσβιον εμπειρίαν κομίζομεν σήμερον προς υμάς, αδελφοί και τέκνα, μετέχοντες και αυτοπροσώπως εις την χαράν υμών, ήτις είναι χαρά και ευφροσύνη συμπάσης της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, και αυτήν καταθέτομεν εις την ιεράν ομήγυριν∙ την πείραν της άρσεως του Σταυρού του Χριστού, των παθημάτων χάριν της αγάπης Αυτού, της αγιότητος, της ενότητος, της καταλλαγής, της ομονοίας, της αλληλοπεριχωρήσεως και αλληλεγγύης και όλων όσων συνακολουθούν και χαρακτηρίζουν την αληθή και γνησίαν εκκλησιαστικήν ζωήν.

Επαινούμεν την ομόθυμον πρωτοβουλίαν της προσκλήσεως να παραστώμεν προσωπικώς εις την εκλογήν και ανάδειξιν του εν υμίν πρώτου διά πρώτην φοράν εν τοις εκκλησιαστικοίς πράγμασι. Το άκρως ελπιδοφόρον γεγονός τούτο δίδει νέαν προοπτικήν εις τα ενδορθόδοξα πράγματα και εγκαινίζει τοιουτοτρόπως μίαν νέαν εποχήν. Η εποχή αύτη οφείλει να χαρακτηρίζηται εκ της υπερβάσεως των ιστορικών αγκυλώσεων, του απομονωτισμού και της αυταρκείας και να προοδοποιή, αγαλλομένω ποδί, την «επανεκκλησιοποίησιν» των διορθόδοξων σχέσεων.

Και ταύτα λέγοντες, Αδελφοί και τέκνα ηγαπημένα και περιπόθητα, αναπέμπομεν αίνον και δοξολογίαν τω τρισαγίω Θεώ και ευλογούμεν πατρικώς τον φιλόχριστον Βουλγαρικόν λαόν, ο οποίος πρώτος ενεστερνίσθη το υπό της Μητρός Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως εξαγγελθέν Ευαγγέλιον της εν Χριστώ σωτηρίας.

Συ δε, Μακαριώτατε Αδελφέ, ευχόμεθα να αποτελέσης παράδειγμα προς μίμησιν, άκλινώς προσανατολισμένος και αγκυροβολημένος εις τους γαληνούς και ευδίους λιμένας της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας. Εις το ταπεινόν, πλην αειλαμπές «Φανάριον», πάντα θα ευρίσκης κατανόησιν, στήριξιν και αρωγήν. Εις αυτό θα αναζωογονήσαι εκ των ζωοποιών ναμάτων της Θεομητορικής Πόλεως, της περικρατούσης μετ᾽ εγκαρτερήσεως και μυχίου ευχαριστίας την ορθότητα της πίστεως και την κανονικήν παράδοσιν της υγιούς εκκλησιολογίας.

Όθεν, μετά του Θεηγόρου Αποστόλου Παύλου, «παρακαλώ υμάς εν Κυρίω, αξίως περιπατήσαι της κλήσεως ης εκλήθητε, μετά πάσης ταπεινοφροσύνης και πραότητος, μετά μακροθυμίας, ανεχόμενοι αλλήλων εν αγάπη, σπουδάζοντες τηρείν την ενότητα του Πνεύματος εν τω συνδέσμω της ειρήνης˙ εν σώμα και εν Πνεύμα, καθώς και εκλήθητε εν μια ελπίδι της κλήσεως υμών· εις Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα· εις Θεός και πατήρ πάντων, ο επί πάντων και διά πάντων, και εν πάσιν υμίν» (Εφ. δ´, 1-6).

Έρρωσο άγιε Αδελφέ – Άξιος!

[1] Φωτίου του Αγιωτάτου Πατριάρχου της Κωνσταντινουπόλεως, εκ της προς Μιχαήλ τον άρχοντα Βουλγαρίας επιστολής, Τι έστιν έργον άρχοντος, PG 102, 629 B.