Βαρθολομαίος: Αποστολή ενός ιερέα να βοηθά τους πιστούς να γίνουν «ναός του Αγίου Πνεύματος»

Ομιλία προς τον Ιερό Κλήρο και τις μοναστικές αδελφότητες της Μητροπόλεως Πολυανής και Κιλκισίου απηύθυνε ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος κατά την επίσκεψή του στο Κιλκίς την Κυριακή, 22 Σεπτεμβρίου 2024.

Στην ομιλία του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του για την ευκαιρία να βρεθεί ανάμεσα στον κλήρο και τους μοναχούς της Μητροπόλεως και τόνισε τη σημασία της ιερατικής διακονίας ως μέσο καταλλαγής μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Υπογράμμισε ότι ο ιερέας καλείται να βλέπει τον εαυτό του ως δούλο του Θεού και των ανθρώπων, με αποστολή να βοηθά τους πιστούς να γίνουν «ναός του Αγίου Πνεύματος».

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης επεσήμανε τη σημασία της ταπεινοφροσύνης και της συνεχούς προσευχής για την επιτυχία της ιερατικής διακονίας, τονίζοντας ότι ο ιερέας και ο μοναχός πρέπει να είναι πρότυπα ταπείνωσης και υπακοής, εμπνεόμενοι από τον Χριστό. Τόνισε επίσης τον ρόλο του ιερέα ως πνευματικού καθοδηγητή, ο οποίος πρέπει να προσεγγίζει τους πιστούς με αγάπη και να τους βοηθά να πλησιάσουν τον Θεό.

Κλείνοντας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης παρότρυνε τον κλήρο να παραμένει πιστός στον επίσκοπο και να ενισχύει το ποίμνιο με πνευματική αγάπη και αφοσίωση, ευλογώντας τους για το έργο τους και ζητώντας τις προσευχές τους για την Εκκλησία και το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία:

Ευλαβέστατοι και θεοφιλείς αδελφοί συμπρεσβύτεροι, διάκονοι και μοναχοί, πολυτιμότατοι συνεργάται της Ιεράς Μητροπόλεως Πολυανής και Κιλκισίου, τέκνα θεοευλόγητα και ηγαπημένα της ημών Μετριότητος,

Αίνον και δοξολογίαν εκ βάθους καρδίας αναπέμπομεν προς τον εν Τριάδι Ένα προσκυνητόν Θεόν των πατέρων μας, ευρισκόμενοι εν μέσω υμών, εν τη Ιερά Μονή του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, του οποίου τας ευχάς και ευλογίας επικαλούμεθα επί πάντας. Καιρός κατάλληλος να μνησθώμεν σήμερον του προφητάνακτος Δαυίδ λέγοντος, «ιδού δη τι καλόν η τι τερπνόν, αλλ᾽ η το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό[1].

Μεγάλην την παράκλησιν δεχόμεθα, αλλά και βαθύτατα συγκινούμεθα βλέποντες επί το αυτό συνηγμένους τοσούτον πλήθος ευλαβεστάτων συλλειτουργών, εκδαπανωμένων εις την διακονίαν Κυρίου και εις το σωτηριώδες έργον της διαποιμάνσεως του ευλαβεστάτου λαού της Ιεράς ταύτης Μητροπόλεως. Σας απευθύνομεν εν Κυρίω θερμόν χαιρετισμόν εν αγάπη. Χαίρετε, θεηγόροι οπλίται παρατάξεως Κυρίου, οι την αγαθήν μερίδα εκλεξάμενοι, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται αφ᾽ υμών.

Ιδού, αδελφοί, ο μεγαλόδωρος Κύριος κατέστησεν ημάς τους ταπεινούς λειτουργούς Του και έδωκεν εις ημάς εντολήν να θεωρούμεν εαυτούς δούλους των υφ᾽ ημών διακονουμένων διά τον Κύριον.

Ιερεύς είναι εκείνος, ο οποίος έχει επωμισθή την υπερκόσμιον «διακονίαν της καταλλαγής»[2] των ανθρώπων μετά του Θεού. Προς τούτο έχει συνεχώς την μίαν χείρα επαναπαυομένην εις τον ώμον του Σωτήρος Θεού και την άλλην εις τον ώμον του ανθρώπου, καθώς προείδε το προφητικόν πνεύμα του δικαίου Ιώβ[3]. Ποθεινόν τέλος της καταλλαγής ταύτης είναι να καταστούν οι πιστοί «καινή κτίσις»[4], τουτέστι «ναός του Αγίου Πνεύματος»[5] και «κατοικητήριον της Θεότητος»[6]. Τούτο τονίζει κατ᾽ επανάληψιν ο απόστολος Παύλος: «Ουκ οίδατε ότι ναός Θεού εστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν;»[7].

Ο ιερεύς κατ᾽ αυτόν τον τρόπον καθίσταται θεράπων Θεού διά την πραγμάτωσιν του προορισμού του ανθρώπου, την οικοδομήν αυτού εις αχειροποίητον ναόν της Θεότητος.

Ο Θεός δεν εγκατέλιπε μόνον τον άνθρωπον, αλλά του παρέσχεν «όπλα δυνατά προς καθαίρεσιν οχυρωμάτων»[8]. Κατ᾽ αρχάς, απεκάλυψεν εις τον άνθρωπον το άγιον Όνομα Αυτού, το «υπέρ παν όνομα»[9], το οποίον γίνεται φορεύς της Παρουσίας Αυτού. Δεύτερον, τον δημιουργικόν λόγον Αυτού, ο οποίος, όταν ενοική πλουσίως[10] εν τη καρδία του ανθρώπου, καταρτίζει τούτον εις ναόν της Θεότητος. Το τρίτον μέσον, ψηλαφητόν και παντέλειον, είναι η Αναίμακτος Μυσταγωγία. Όταν ο άνθρωπος μετέχη εις το Μυστήριον και μεταλαμβάνη του ζωηφόρου Σώματος και του τιμίου Αίματος του Χριστού, ο Θεός μεταδίδει εις αυτόν πλήρωμα αφθάρτου χάριτος και ζωής ακαταλύτου.

Ο μέγας Παύλος νουθετεί τον μαθητήν αυτού Τιμόθεον να αναζωπυρή το χάρισμα του Θεού, το οποίον έλαβε «διά της επιθέσεως των χειρών» αυτού[11]. Κατ᾽ επέκτασιν και ο ιερεύς, διά να φέρη εις πέρας την υπερφυά διακονίαν αυτού και να προσαγάγη τον άνθρωπον εις τον Θεόν, πρέπει ο ίδιος να ζη και να κινήται αδιαλείπτως εις την Παρουσίαν του Κυρίου. Ως εκ τούτου, το έργον αυτού προϋποθέτει αδιάλειπτον προσευχήν, συνεχή μελέτην του θείου λόγου, αλλά και ακατάπαυστον αγώνα μετανοίας «υπέρ των εαυτού αμαρτημάτων και των του σύμπαντος κόσμου αγνοημάτων». Τοιουτοτρόπως στερεοί τους ανθρώπους εν τη πίστει, ώστε να δράμουν ανενδοιάστως την οδόν των εντολών του Κυρίου προς αγιασμόν και εξομοίωσιν αυτών μετά του Σωτήρος Θεού.

Ο Κύριος, διά του υποδείγματος Αυτού, διδάσκει ότι, διά να βοηθήση τις τον πλησίον αυτού και να μεταδώση εις αυτόν χάρισμα πνευματικόν, οφείλει να έχη ταπεινήν στάσιν, και να τιμά έκαστον προσερχόμενον προς αυτόν. Ο ίδιος ο Χριστός δεν εξουθένει τους προσεγγίζοντας Αυτόν, είτε ήσαν ούτοι αμαρτωλοί, ως η Σαμαρείτις Φωτεινή, είτε υπεροπτικοί ως ο Ναθαναήλ, είτε δειλοί ως ο Νικόδημος. Εν τη απεριγράπτω ταπεινώσει Αυτού ο Κύριος ενέπνεε φιλοτιμίαν εις αυτούς, να δεχθούν τον λόγον Αυτού, ο οποίος εκάθαιρεν αυτούς, και απειργάζετο τούτους εις Αποστόλους και Ισαποστόλους της αληθείας του Ευαγγελίου Αυτού.

Ο ιερεύς, ως το κατ’ εξοχήν μίμημα του Χριστού εις τον κόσμον τούτον, δύναται να φέρη εις πέρας το έργον αυτού διά της ταπεινοφροσύνης, «σκοπών μη τα εαυτού, αλλά και τα ετέρων»[12]. Προσδέχεται τους προσεγγίζοντας αυτόν, όχι ως παραμορφωμένους εκ της αμαρτίας και των παθών του κόσμου, αλλά καθώς ούτοι δύνανται να αναδειχθούν διά της χάριτος του Θεού, φωτόμορφα τέκνα του Πνεύματος Αυτού. Διά τον πεπτωκότα νούν φαίνεται παράδοξος η θεώρησις των άλλων κατ᾽ αυτόν τον τρόπον. Παρά ταύτα, είναι εφικτή, όταν ο ιερεύς, ο μοναχός, και εν γένει ο πιστός έχουν γνώσιν του εσχάτου προορισμού τον οποίον έθεσεν ο Θεός διά τον άνθρωπον προ χρόνων αιωνίων.

Συμφώνως προς τον λόγον του ασάρκου εισέτι Λόγου του Θεού προς τον Ιακώβ, όταν ο άνθρωπος γίνεται ισχυρός εν τη σχέσει αυτού μετά του Θεού, καθίσταται τότε ισχυρός και εις την σχέσιν αυτού μετά των άλλων ανθρώπων[13]. Υπερασπίζεται τα δικαιώματα του Θεού προς τους ανθρώπους, αλλά πρεσβεύει ωσαύτως υπέρ της σωτηρίας πάντων και της ενότητος παντός του πληρώματος της αμιάντου Εκκλησίας του Χριστού.

Το γεγονός ότι η καρδία αυτού έχει οικοδομηθή ως «Χριστού κατοικητήριον» δεν είναι ουδέτερον, αλλά αντανακλάται εις πάσαν έκφανσιν της πολιτείας αυτού και της συναναστροφής αυτού εν μέσω των άλλων ανθρώπων. Αι θλίψεις και οι πειρασμοί δεν καταβάλλουν αυτόν. «Πάντα ισχύει εν τω ενδυναμούντι αυτόν Χριστώ»[14].

Ο ιερεύς, διά της αγιαστικής διακονίας αυτού, αποβαίνει φορεύς της ιεράς Παραδόσεως και του χριστοειδούς ήθους, συνεχιστής της αγίας ζωής, η οποία χαρακτηρίζει τα μέλη της Εκκλησίας. Είναι μέτοχος της μαρτυρικής ιερωσύνης του Χριστού και κληρονόμος των χαρισμάτων των κατακοσμούν-των αυτήν. Είναι το «άλας της γης»[15].

Παραλλήλως προς την λειτουργικήν ιερωσύνην, η οποία μεταδίδεται εις τους ιερείς κατά την θεσμικήν χειροτονίαν, υπάρχει ωσαύτως και η χαρισματική τοιαύτη, η προφητική ιερωσύνη «κατά την τάξιν Μελχισεδέκ»[16], την οποίαν δέχονται τα πιστά μέλη της Εκκλησίας εις το άγιον Βάπτισμα, ως δυνατότητα αγιασμού και θείας τελειώσεως.

Η βασιλική αύτη ιερωσύνη αποτελεί την ενδοτέραν, μυστικήν δύναμιν και της θεσμικής ιερωσύνης. Κύριον έργον αυτής είναι η προσευχή υπέρ της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου, και συνιστά «την κατέχουσαν δύναμιν»[17], η οποία, ενόσω υπάρχει, περικρατεί τον κόσμον εκ της μεγάλης καταστροφής.

Το χάρισμα της βασιλικής ιερωσύνης παρατηρείται συχνότερον εις τας τάξεις του μοναχισμού, όπου διά της χάριτος της μοναχικής αποταγής ανανεούται το βάπτισμα. Διά τούτο οι Άγιοι Πατέρες ημών ορίζουν τον μοναχόν ως «ευχέτην υπέρ όλου του κόσμου»[18].

Εν τη Εκκλησία του Χριστού, ωρισμέναι καρδίαι, εις ας εχαρίσθη ειδική κλήσις, αφιέρωσαν εαυτάς τω Κυρίω και επεδόθησαν εις γενναίους αγώνας απεκδύσεως του παλαιού ανθρώπου και επενδύσεως του Χριστού, ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής.

Τω όντι, ο μοναχός εκπληροί την κλήσιν αυτού, πορευόμενος οπίσω του Χριστού εις την κενωτικήν Αυτού οδόν. Κατά την άσκησιν της υπακοής αθλεί ούτως, ίνα καταστή μίμημα Εκείνου, ο Οποίος «εγένετο υπήκοος [τω Πατρί] μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού»[19]. Ο Χριστός ο Οποίος ανήγγειλεν ότι, «Εγώ ειμι η οδός»[20], μεταδίδει εις τον θεράποντα Αυτού την Εαυτού κατάστασιν, την υπερφυά παγκοσμιότητα Αυτού, το θέλημα και τον πόθον Αυτού υπέρ της σωτηρίας πάντων ανθρώπων.

Ο μοναχός αποτάσσεται εις πάντα, ουχί μόνον εις τας υλικάς κτήσεις, αλλά και εις την φυσικήν συγγένειαν, έτι δε, εις την ιδίαν αυτού ζωήν. Εν τούτοις, ο καρπός της αποταγής αυτού είναι θαυμαστός, «υπέρ νούν και διάνοιαν». Απολαμβάνει καρδιακής ελευθερίας και δυνάμει της χάριτος την οποίαν εκχέει το Πνεύμα του Χριστού εις την καρδίαν αυτού ενούται μετά πάντων. Γίνεται ως «ο μηδέν έχων και πάντα, [τον Χριστόν], κατέχων»[21].

Πατέρες και αδελφοί, ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος γράφει ότι, «οφείλομεν οι πιστοί να παραμένωμεν συνδεδεμένοι μετά του Επισκόπου ημών ως τη κιθάρα αι χορδαί». Παραμείνατε πιστοί εις τον πνευματικόν σας Πατέρα. Ούτω θα κιθαρίζετε ως οι αποκαλυπτικοί εικοσιτέσσαρες Πρεσβύτεροι της άνω Ιερουσαλήμ και θα αναγγέλλητε την αγαλλίασιν και την δόξαν Κυρίου, γινόμενοι λύχνοι καιόμενοι υπέρ του υφ᾽ υμάς ποιμνίου.

Ευλογούμεν υμάς πατρικώς. Ευλογημένη η ιερωσύνη σας, η μοχθούσα διά την σωτηρίαν και τον αγιασμόν των ελαχίστων αδελφών του Χριστού. Ευλογημένον το έργον σας, το έργον του Χριστού, του εργαζομένου δι᾽ υμών. Παρακαλούμεν να έχωμεν διαρκείς τας προσευχάς σας υπέρ ημών προσωπικώς και υπέρ της Μητρός Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας και επιδαψιλεύομεν επί ένα έκαστον εξ υμών και τας προσφιλείς οιογενείας σας ολόθυμον την πατρικήν και Πατριαρχικήν ημών ευλογίαν.

Η Χάρις του Κυρίου είη μετά πάντων υμών, πάντοτε, φίλτατοι αδελφοί και τέκνα ευλογημένα.

1. Ψαλμ. ρλβ’, 1.

2. Βλ. Β’ Κορ. ε’,18.

3. Πρβλ. Ἰὼβ θ’,33.

4. Βλ. Β’ Κορ. ε’,17· Γαλ. στ’,15.

5. Βλ. Α’ Κορ. στ’,19.

6. Βλ. Ἐφ. β’,22.

7. Α’ Κορ. γ’,16· στ’,19.

8. Βλ. Β’ Κορ. ι’,4.

9. Βλ. Φιλιπ. β’,9.

10. Βλ. Κολ. γ’,16.

11. Βλ. Β’ Τιμ. α’,6.

12. Βλ. Φιλιπ. β’,3-4.

13. Βλ. Γέν. λβ’,28.

14. Βλ. Φιλιπ. δ’,13.

15. Ματθ. ε’,13.

16. Βλ. Ἑβρ. ε’,6· ε’,10· στ’,20· ζ’,11· ζ’,17· ζ’,21.

17. Πρβλ. Β’ Θεσ. β’,6.

18. Βλ. Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 582.

19. Φιλιπ. β’,8.

20. Ἰωάν. ιδ’,6.

21. Βλ. Β’ Κορ. στ’,10.

_________

Φωτό: Νίκος Παπαχρήστου