Στα ίχνη της Παναγίας της Αρβανίτισσας, Ραϊδιώτισσας και Πλατανιώτισσας

SONY DSC

Του π. Ηλία Μάκου

Οι Έλληνες την Παναγία την αισθάνονται πολύ κοντά τους και τη γιορτάζουν έστω αν περνούν χαρά ή πόνο.

Και αυτό δεν είναι μια ευσεβιστική και υποκριτική και ασόβαρη παπαδίστικη αναφορά (δυστυχώς κάποιοι από εμάς τους ιερείς έχουμε δώσει το δικαίωμα με τις υπερβολές μας και τις αδυναμίες μας και τις ασυναρτησίες μας πολλές φορές να μην μας παίρνουν στα σοβαρά), αλλά είναι κατάθεση από την ίδια την ιστορική πορεία των Ελλήνων.

Στην Ορθόδοξη αγιογραφία ποτέ δεν παρουσιάζεται η Παναγία θρηνολογούσα και κλαίουσα, αλλά κυρίως σιωπούσα. Η στάση της φανερώνει την προσδοκία της ανάστασης και αφορά τη ζωή και όχι τον αφανισμό.

Εορτάζουμε την Κοίμηση της Θεοτόκου και όχι τον θάνατο. Αυτό σημαίνει ότι αποδεχόμαστε τον φυσικό και σωματικό θάνατο της Παναγίας, όχι όμως ως τελικό και αμετάκλητο γεγονός, αλλά ως κάτι προσωρινό, σαν απλό ύπνο, μετά τον οποίο θα ακολουθήσει η έγερση.

Στα μοναστήρια, στους ναούς και στα γραφικά ξωκκλήσια της Παναγίας, σε βουνά και θάλασσες, σε πολιτείες και χωριά, σε νησιά και στη στεριανή χώρα, ο αγέρας παίρνει το άρωμά της από το θυμιατήρι και το σκορπίζει ολούθε.

Οι χαρμόσυνες καμπάνες γεμίζουν με παρηγοριά τους ανθρώπους, που η ψυχή τους έχει ανάγκη από την προστασία της Παναγίας.

Του μοσχολίβανου η οσμή, των αναμμένων κεριών η θωριά, οι ψαλμωδίες, όλα ξυπνάνε γλυκά, ιερά, άδολα αισθήματα.

Σε κάθε γωνιά της Ελληνικής γης στολίζονται οι εικόνες της με άνθη και ψάλλονται ύμνοι στην Παναγία, με την προσδοκία ότι η Θεοτόκος θα φέρει μόνιμα την άνοιξη στις καρδιές μας και μια καινούργια ελπίδα θα γεννηθεί μέσα στην απελπισία…

Αν δεν θέλουμε να κυνηγάμε σκιές, ας “ζυμώσουμε” τα ιδανικά μας με το ακατάλυτο υλικό, που μας δίνει η Παναγιά. Την αγάπη της.

Γιατί, αλήθεια, πολλοί από μας, να νιώθουμε μόνοι, κατάμονοι και να μένουμε ερμητικά κλεισμένοι στο κάστρο της ψυχής μας και να μην γίνουμε πρωταγωνιστές του ίδιου μας του εαυτού;

Γιατί δεν αφήνουμε του ήλιου την αχτίδα, τη ζωογόνο αύρα του ήθους, να περάσει μέσα μας; Τι περιμένουμε; Τι καρτεράμε; Δεν υποφέρουμε;

Ας ακούσουμε τους κτύπους της Παναγίας. Για μας κτυπάει η καρδιά της. Μας αναζητάει. Μας προσμένει. Μας καρτερεί. Ας σηκωθούμε και ας τρέξουμε στην αγκαλιά της Παναγιάς, θα μας δώσει ζωή…

Η Ελλάδα έχει την Παναγιά της… Οι Έλληνες έχουμε την Παναγιά μας…

Το πρόσωπο της Παναγίας όμως για τους Έλληνες έχει και εθνική σημασία, αφού έχει συνδεθεί με τους αγώνες του έθνους κι έτσι ο ελληνικός λαός την τιμά και τη σέβεται περισσότερο από κάθε άλλο ιερό πρόσωπο.

Αυτή η ιδιαίτερη λατρεία που έχει ο ελληνικός λαός για την Παναγία φαίνεται και από τα εκατοντάδες προσωνύμια που της έχουν αποδώσει, αλλά και από τα αναρίθμητα προσκυνήματα ανά την επικράτεια.

Κάθε χρόνο το επίκεντρο των εορταστικών εκδηλώσεων βρίσκεται στην Παναγία της Τήνου, όπου έχει και εθνικό χαρακτήρα, αφού εκτός από την Παναγία τιμάται και η μνήμη αυτών που χάθηκαν κατά τον τορπιλισμό του πολεμικού πλοίου «Έλλη», από τους Ιταλούς, μέσα στο λιμάνι του νησιού ανήμερα της Παναγιάς, αλλά και στο Βέρμιο Ημαθίας, όπου τιμάται η Παναγιά των ξεριζωμένων Ποντίων.

Τα ονόματα και τα θαύματα της Παναγίας
Οι πιστοί έχουν αποδώσει πολλά ονόματα στην Παναγία, ταυτίζοντάς την με την ίδια τη ζωή τους και βάζοντάς την στην καθημερινότητά τους μέσω συμβολισμών. Και υπάρχουν πολλές εικόνες της. Η Παναγία, ωστόσο, είναι μία.

Υπολογίζεται ότι έχουν αποδοθεί περίπου 500 προσωνύμια στην Παναγία, που μερικά προέρχονται από ύμνους, μερικά από τον τόπο που τιμάται, μερικά από τη σχέση της με τον Χριστό, μερικά από τον τρόπο εικονογράφησής της, και μερικά από τα αισθήματα των Ορθοδόξων προς αυτή.

Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΑΡΒΑΝΙΤΙΣΣΑ

Ένα από τα προσωνύμια που έχει αποδοθεί στην Παναγία είναι και αυτό της Αρβανίτισσας, που δεν είναι ευρέως γνωστό.

Το θαύμα δεν είναι μόνο ένα έκτακτο και υπερφυσικό γεγονός, που φυσικά μας εκπλήσσει και μας αλλάζει τη ζωή. Είναι αποτέλεσμα της δύναμης της αγάπης του Θεού, για να ευεργετήσει, για να θεραπεύσει, για να παρηγορήσει τον πάσχοντα και αδύναμο.

Αυτό το περιεχόμενο έχουν και τα σύγχρονα θαύματα, που επέτρεψε ο Θεός, μέσω της Παναγίας της Αρβανίτισσας.

Ποια είναι, όμως, η Παναγία η Αρβανίτισσα, που δεν είναι ευρέως γνωστή;

Στη Χίο κατά τα χρόνια 1042-1054 έφτασαν πετράδες, που ήταν Αρβανίτικης καταγωγής (οι Αρβανίτες, είναι γνήσιο και καθαρόαιμο ελληνικό φύλο και δεν πρέπει να συγχέονται με τους Αλβανούς), για να χτίσουν τη Νέα Μονή.

Οι απόγονοί τους εγκαταστάθηκαν στο νησί και ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία. Κάποιοι από αυτούς, που διέμεναν στην ονομαζόμενη σήμερα τοποθεσία «Παναγία Αρβανίτισσα» της Χίου έβλεπαν μια λυγερόκορμη κοπέλα με αρβανίτικη φορεσιά να περιδιαβαίνει στις κορυφές.

Κατάλαβαν ότι είναι η Παναγία και από την ενδυμασία της την αποκάλεσαν Παναγία Αρβανίτισσα.

Το 1905 μ.Χ. βρέθηκε εικόνισμα της Παναγίας και κτίστηκε εκεί εκκλησία.

Η Παναγία η Αρβανίτισσα, που δεν τιμάται μόνο στη Χίο, αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπου, κυρίως, ζουν Αρβανίτες, στις ψυχές των πιστών έχει τα χαρακτηριστικά της ανεξίκακης, της μακρόθυμης , της πολυέλεης. Έτσι θέλει και τα παιδιά της.

Η αγάπη, η επιείκειακαι η προθυμία, μας αποδεικνύουν γνήσιους ακόλουθους του Θεού.

Απλές αλήθειες, που, όμως, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα του συμφέροντος και των ψεύτικων «σχέσεων», μας κάνει να ξεχνάμε.

Η Παναγία η Αρβανίτισσα είναι σαν το κατάφορτο, από καρπούς δέντρο. Στη φύση, για να έχουμε καρποφορία, είναι απαραίτητο οι θρεπτικοί χυμοί από τις ρίζες να διαχυθούν στα κλωνάρια, ώστε να έλθει η συγκομιδή.

Σαν θρεπτικός χυμός στον πνευματικό τομέα λειτουργεί η Παναγία η Αρβανίτισσα.

Η μυστική επικοινωνία μαζί της, είναι η προϋπόθεση για την καρποφορία.

Θαύματα
Τα πολλά θαύματα της Παναγίας της Αρβανίτισσας, που επί το πλείστον κατέγραψε ο αγιορείτης γέροντας Νεκτάριος, ο οποίος εκτεταμένα ασχολήθηκε με τη μορφή της, είναι σημάδι και γνώρισμα της αληθινής πίστης, αλλά και εγγύηση της αλήθειας της Ορθοδοξίας.

Υπάρχουν μαρτυρίες για παρεμβάσεις της Παναγίας της Αρβανίτισσας σε προβλήματα υγείας. Εμφανιζόταν, όπως η Ε. Κ. διηγήθηκε, στον ύπνο της η Παναγία η Αρβανίτισσα με λευκή αρβανίτικη στολή, την περίοδο, που έπασχε από αιμάτωμα στον εγκέφαλο και όλα εξελίχθηκαν ομαλά.

Τη δεκαετία του 1950, σύμφωνα με όσα διέσωσε η Δ. Κ., που η ασθένεια της ψωρίασης (σήμερα έχει εξαφανισθεί ή είναι αρκετά περιορισμένη) ήταν σε έξαρση, οι ψωριασμένοι, που προσκυνούσαν στη χάρη της, θεραπεύονταν.

Έφηβος, που έβοσκε το κοπάδι των γονιών του, περνούσε μπροστά από το προσκυνητάρι της Παναγίας της Αρβανίτισσας, που βρίσκεται έξω από το ναό της, αλλά δεν το άναβε, παρ’ ότι ήταν σβηστό, το προσπερνούσε αδιάφορα.

Κάποια ημέρα, έτυχε να διαβεί από κει λίγο πριν το ξημέρωμα και εμφανίστηκε μπροστά του μια γυναίκα, που τον κοίταξε θλιμμένα και αποχώρησε.

Την είδε να εισέρχεται μέσα στο ναό, που ήταν κλειδωμένος και κατάλαβε ότι ήταν η Παναγία η Αρβανίτισσα.

Ο αείμνηστος ταγματάρχης του Στρατού Π. Μ. είχε αφηγηθεί ότι μόλις τελείωσε μόλις τελείωσε μια μάχη στο Αλβανικό μέτωπο, ένιωσε να τον πλησιάζει η Παναγία η Αρβανίτισσα σε σχήμα μοναχής και αστραπιαία εξαφανίστηκε. Πρόλαβε να προσέξει το κατατρυπημένο από τις σφαίρες ένδυμά της.

Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά για να διαπιστώσει ότι κανένας από τους στρατιώτες του δεν είχε τραυματισθεί.

Στη Χίο κατά τα χρόνια 1042-1054 έφτασαν πετράδες, που ήταν Αρβανίτικης καταγωγής (οι Αρβανίτες, είναι γνήσιο και καθαρόαιμο ελληνικό φύλο και δεν πρέπει να συγχέονται με τους Αλβανούς), για να χτίσουν τη Νέα Μονή.

Οι απόγονοί τους εγκαταστάθηκαν στο νησί και ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία. Κάποιοι από αυτούς, που διέμεναν στην ονομαζόμενη σήμερα τοποθεσία «Παναγία Αρβανίτισσα» της Χίου έβλεπαν μια λυγερόκορμη κοπέλα με αρβανίτικη φορεσιά να περιδιαβαίνει στις κορυφές.

Κατάλαβαν ότι είναι η Παναγία και από την ενδυμασία της την αποκάλεσαν Παναγία Αρβανίτισσα.

Το 1905 μ.Χ. βρέθηκε εικόνισμα της Παναγίας και κτίστηκε εκεί εκκλησία.

Η Παναγία η Αρβανίτισσα, που δεν τιμάται μόνο στη Χίο, αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπου, κυρίως, ζουν Αρβανίτες, στις ψυχές των πιστών έχει τα χαρακτηριστικά της ανεξίκακης, της μακρόθυμης, της πολυέλεης. Έτσι θέλει και τα παιδιά της.

Η αγάπη, η επιείκεια και η προθυμία, μας αποδεικνύουν γνήσιους ακόλουθους του Θεού.

Απλές αλήθειες, που, όμως, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα του συμφέροντος και των ψεύτικων «σχέσεων», μας κάνει να ξεχνάμε.

Η Παναγία είναι σαν το κατάφορτο, από καρπούς δέντρο. Στη φύση, για να έχουμε καρποφορία, είναι απαραίτητο οι θρεπτικοί χυμοί από τις ρίζες να διαχυθούν στα κλωνάρια, ώστε να έλθει η συγκομιδή.

Σαν θρεπτικός χυμός στον πνευματικό τομέα λειτουργεί η Παναγία. Η μυστική επικοινωνία μαζί της, είναι η προϋπόθεση για την καρποφορία.

Τα πολλά θαύματα της Παναγίας απαλλαγμένα από κάθε τι εγωιστικό και ιδιοτελές, δεν έχουν καμία σχέση με την επίδειξη και την εκμετάλλευση, που οδηγεί στη γελοιοποίηση, αλλά είναι καρπός της πίστης.

Η πίστη φέρνει το θαύμα και όχι το θαύμα την πίστη
Τα θαύματα της Μητέρας του Θεού, τα θαύματα της Παναγίας της Αρβανίτισσας, αλλά και το κάθε θαύμα, είναι του Θεού η μέριμνα να μας οικοδομήσει ψυχικά και να μας στερεώσει στη δύσβατη χριστιανική ζωή.

Τα θαύματα, για τα οποία δεν υπάρχουν «λογικές» αποδείξεις, τα αναγνωρίζουν οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι, εκεί, που οι άλλοι δεν θέλουν να τα δουν. Εκεί, που οι άλλοι, εγκλωβισμένοι στον ορθολογισμό, τα απορρίπτουν, βλέποντας ψυχοπάθειες, συμπτώσεις, φαντασιώσεις και συγκυρίες.

Για τον πιστό το θαύμα είναι ένα ανοιχτό παράθυρο προς τον ουρανό, απ΄ όπου κανείς μπορεί να δει στιγμές από τον κόσμο του Θεού, που είναι υπερβατικός.

Είναι ένας κεραυνός στο αδιέξοδο της λογικής και της φθαρτής πραγματικότητας, που μας επιτρέπει, έστω και ελάχιστα, να αντικρίσουμε κατάματα, αυτό, για το οποίο δημιουργηθήκαμε και αυτό, στο οποίο πρέπει να φθάσουμε.

Είναι η απάντηση του ουρανού στην αγωνία και στα δάκρυα της γης. Με το θαύμα, ξεπερνάμε προσωρινά το πρόβλημα, αφού μπορεί να μας ξανασυμβεί οτιδήποτε κακό, ωστόσο από αυτό παίρνουμε δύναμη να συνεχίσουμε, συνειδητοποιώντας ότι είναι αποτέλεσμα της προστασίας και της σοφίας του Θεού.

Μπορεί αυτή τη σοφία και αυτή την προστασία να μην την καταλαβαίνουμε πολλές φορές και να αδυνατούμε να την ερμηνεύσουμε, καλούμαστε, όμως, να την πιστεύσουμε.

Υπάρχουν μαρτυρίες για παρεμβάσεις της Παναγίας σε προβλήματα υγείας. Εμφανιζόταν, όπως η Ε. Κ. διηγήθηκε, στον ύπνο της η Παναγία η Αρβανίτισσα με λευκή αρβανίτικη στολή, την περίοδο, που έπασχε από αιμάτωμα στον εγκέφαλο και όλα εξελίχθηκαν ομαλά.

Τη δεκαετία του 1950, σύμφωνα με όσα διέσωσε η Δ. Κ., που η ασθένεια της ψωρίασης (σήμερα έχει εξαφανισθεί ή είναι αρκετά περιορισμένη) ήταν σε έξαρση, οι ψωριασμένοι, που προσκυνούσαν στη χάρη της, θεραπεύονταν.

Ο αείμνηστος ταγματάρχης του Στρατού Π. Μ. είχε αφηγηθεί ότι μόλις μια μάχη στο Αλβανικό μέτωπο, ένιωσε να τον πλησιάζει η Παναγία σε σχήμα μοναχής και αστραπιαία εξαφανίστηκε. Πρόλαβε να προσέξει το κατατρυπημένο από τις σφαίρες ένδυμά της. Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά για να διαπιστώσει ότι κανένας από τους στρατιώτες του δεν είχε τραυματισθεί.

Τα θαύματα της Παναγίας και γενικά τα θαύματα, για τα οποία δεν υπάρχουν «λογικές» αποδείξεις, τα αναγνωρίζουν οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι, εκεί, που οι άλλοι δεν θέλουν να τα δουν. Εκεί, που οι άλλοι, εγκλωβισμένοι στον ορθολογισμό, τα απορρίπτουν, βλέποντας ψυχοπάθειες, συμπτώσεις, φαντασιώσεις και συγκυρίες.

Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΡΑΪΔΙΩΤΙΣΣΑ

Λίγοι προσκυνητές βρέθηκαν στο ανακαινιζόμενο μοναστήρι της Παναγίας της Ραϊδιώτισσας, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, μέσα στο άγριο φαράγγι, κοντά στο χωριό Βροσίνα Ζίτσας.
Μετά την ανάβαση με τα πόδια, που έμοιαζε σαν πορεία προς τον ουρανό, σαν σκαρφάλωμα στις κορυφογραμμές της αρετής, μέσα στο μικρό και στενό ναό του Μοναστηριού με φθαρμένες από το χρόνο αγιογραφίες (που γίνεται προσπάθεια να μπουν σε πρόγραμμα χρηματοδότησης, προκειμένου να συντηρηθούν) σμιλεμένο μέσα σε βράχο και χτισμένο το 1628, όπως μαρτυρά επιγραφή στη νότια εξωτερική πλευρά του, οι προσκυνητές βρήκαν ξεκούραση στο πνεύμα. Κι ένιωσαν όμορφα, αγνά κι ωραία.

Στην ηρεμία της η καρδιά τους τ’ αφομοίωνε όλα. Και φλογιζόταν και μεθούσε με της Παναγίας το γλυκό άκουσμα, με της Αλήθειας την ευωδιά.

Μετά τη Θεία Λειτουργία ακολούθησε ακολούθησε συνομιλία για το Θεό, αλλά και με το Θεό (!) στον επίσης πρόσφατα ανακαινισμένο εξωτερικό χώρο, ενώ ακόμη έχουν ανακαινιστεί ένα κελί και ένας βοηθητικός χώρος και έχουν ξεκινήσει οι εργασίες και για το άλλο κελλί.

Σ’ αυτό το Μοναστήρι, γεννήθηκε σε κάποιους η όρεξη για το σωτήριο βήμα. Να αλλάξουν ζωή.

Ίσως να βοήθησε η Παναγία. Δεν είναι μόνο σώμα ο άνθρωπος, ώστε να νιώθει μόνο ικανοποιημένος από τις τροφές και τις απολαύσεις. Είναι πρώτα απ’ όλα ψυχή.

Και σαν ψυχή έχει βαθύτερες εφέσεις και ανάγκες, που όταν ικετεύει την Παναγία, αυθόρμητα ξεπηδούν.

Και δεν μένει άδειος, κρύος και ανικανοποίητος. Τι έμεινε στους προσκυνητές ως αίσθηση, φεύγοντας από το μοναστήρι… Ότι η Παναγία ζει στη γη. Δεν είναι σχήμα αυτό.

Ζει στις εκκλησίες, όπου την προσκυνούν οι πιστοί… Ζει μέσα μας όχι μόνο ως μια ανάμνηση, αλλά ως πραγματική παρουσία, όταν την πιστεύουμε και φροντίζει μυστικά για τη σωτηρία μας.

Ζει με τον πλούτο των ευγενών συναισθημάτων και των συναισθημάτων εκείνων, που παρορμούν τον άνθρωπο σε αγάπη.

Ζει στον κόσμο των σκέψεων και των ιδεών μας. Ζει ως κατευθυντήρια και επανορθωτική δύναμη και αναδέχεται τα λάθη και τις θλίψεις μας. Μας προστατεύει και μας αναγεννά.

Ήταν η Μονή σε μεγάλη ακμή επί της τουρκοκρατίας, με πολλά κελιά χτισμένα στο χείλος του απόκρημνου φαραγγιού. Είχε λείψανα αγίων, τα οποία σήμερα φυλάσσονται στην κεντρική εκκλησία του χωριού, κτίσμα και αυτή του 1607.

Ο αείμνηστος ιστοριοδίφης Σπύρος Μουσελίμης έγραψε, περιγράφοντας το περιβάλλον του μοναστηριού:

«Τ’ απεδαπεκεί ραϊδιά και τ’ από πάνω βουνά κρύβουν τον παραπέρα κόσμο κι από το μεγάλο θόλο τ’ ουρανού φαίνεται μι’ απαλάμη και ένα τρίμμα ήλιου. Από τα πουλιά της μέρας δε δίνει φανό κανένα, εξόν από ένα ζευγάρι γεράκια που γυροφέρνουν τους γκρεμούς.

Μονάχα ο αντίλαλος από τη φωνή κοριτσιών που σαλαγούν γίδια ή γυρίζουν από το λόγγο, ζαλικωμένες καψόξυλα φτάνει εδώ πάνου πληροφορώντας τους ξεκομμένους από τη ζωή χωμένους στην αποσκιά πως υπάρχει γύρω ανθρώπινη κοινωνία. Αν ήμουνα στα χρόνια τ’ ασκητεμού εδώ θα ήθελα να περάσω τη ζωή μου».

Άντεξε στο χρόνο σ’ ένα πραγματικά άγριο τοπίο και στέκει όρθιο πάνω στ’ απότομα βράχια της αριστερής μεριάς του Ζαλογγίτικου παραποτάμου του Καλαμά, σφηνωμένο στα ραϊδιά.

Μέσα στην ερημιά της μονής της Παναγίας της Ραϊδιώτισσας, σεμνοί προσκυνητές, παρακαλούμε την εύσπλαχνη Παναγία να σταθεί της σωτηρίας μας το προοίμιο.

Να μας σηκώσει από την κοπριά της ψυχικής δουλείας. Να μας «περάσει» από τα δεσμά στο σκήπτρο, από την εσωτερική αιχμαλωσία στην εσωτερική ελευθερία.

Και αν οι ικεσίες μας δεν φτάνουν, ας την παρακινήσουμε με τα πικρά δάκρυα, που κυλούν από τα μάτια μας.

Μέσα στην ερημιά της Παναγίας της Ραϊδιώτισσας, ας σταματήσουμε λίγο την πολύβουη και πολυδάπανη κίνησή μας μέσα στην αδιάκοπη φλυαρία των γεγονότων.

Και ας σταθούμε μόνοι κάτω απ’ τον ουρανό. Να τον ιδούμε χωρίς βιασύνη. Να μιλήσουμε με την ψυχή μας στη συντροφιά του. Να ακούσουμε τη σιωπηλή φωνή του. Αναζητώντας πέρα από τη γη το νόημα του αγώνα μας.

Ο ΠΛΑΤΑΝΟΣ, ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΕΚΚΛΗΣΑΚΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Η πίστη μπορεί να εκφραστεί με χίλιους δύο τρόπους, αρκεί, φυσικά, να πιστεύουμε. Και είναι ο πνευματικός καθρέφτης της ψυχής. Μόλις καθρεφτίσεις την ψυχή σου, βλέπεις ολοκάθαρα το εσωτερικό σου.

Ένα ψυχικό αποτύπωμα είναι και το εκκλησάκι της Παναγίας στην Κρυσταλλοπηγή (Σέλλιανη) Παραμυθιάς, όπου βρεθήκαμε πρόσφατα, ευλαβείς προσκυνητές, μέσα στο κοίλωμα (“κουφάλα”) αιωνόβιου πλατάνου, αφιερωμένο στην Παναγία, γι’ αυτό και το όνομά του είναι Παναγία η Πλατανιώτισσα, ενώ έξω από αυτόν υπάρχει πέτρινο εικονοστάσι.

Αν και πολύ περιορισμένων διαστάσεων, χωρίς τα πρακτικά και δομικά χαρακτηριστικά ενός ναού, όλα ταξινομούνται με βάση τη φυσική διατομή του πλατάνου. Και ως σκέπαστρο, ένας βαμμένος τσίγκος.

Ο πλάτανος αυτός, που έχει τη δική του ιστορία, καθώς στην περίοδο της Κατοχής οι Σελλιανίτες έστησαν ενέδρα στους Γερμανούς, ονομάζεται από τους ντόπιους “πλάτανος του Αράπη”. Οι εκδοχές για την ονομασία είναι κυρίως τρεις: Πήρε το όνομα από το παρατσούκλι φύλακα του κάμπου. Από την αρβανίτικη λέξη ραπ, που σημαίνει πλάτανος. Από μάχη κατά την αρχαιότητα στο σημείο αυτό.

Αλλά πώς ο γέρικος αυτός πλάτανος, όπου σε μικρή απόσταση σώζονται απομεινάρια από μοναστήρι της Βυζαντινής περιόδου, μετατράπηκε σε εκκλησάκι;

Τα πρώτα χρόνια μετά την πτώση του καθεστώτος της Αλβανίας, πλήθος μεταναστών περνούσε καθημερινά τα σύνορα με την Ελλάδα και από την παραμεθόριο της Θεσπρωτίας, προκειμένου με τα πόδια να προωθηθούν προς το εσωτερικό της χώρας. Μια ομάδα από αυτούς, κρύα νύχτα του χειμώνα ήταν, τουρτούριζαν από το κρύο, έκαναν στάση στον πλάτανο, μπήκαν μέσα στο κοίλωμά του, και άναψαν φωτιά για να ζεσταθούν. Άθελά τους εκδηλώθηκε πυρκαγιά και ο πλάτανος έπαθε αρκετές ζημιές. Έγιναν, όμως παρεμβάσεις από γεωπόνους (κλάδεμα και φυτοφάρμακα), με αποτέλεσμα ο πλάτανος να σωθεί.

Μετά από αυτό το περιστατικό κάτοικοι σκέφτηκαν να φτιάξουν ένα προσκυνητάρι εντός της “καρδιάς” του πλατάνου, που με τις εικόνες και τα αφιερώματα, που αφήνουν οι διαβάτες, πήρε σιγά-σιγά τη μορφή μιας πολύ μικρής εκκλησίας, με ένα πέτρινο πλάτωμα, να θυμίζει Αγία Τράπεζα, με εικόνες, στον κορμό και τις διακλαδώσεις του πλατάνου, του Χριστού, της Παναγίας και πολλών Αγίων, μεταξύ των οποίων και του πατρο Κοσμά, ο οποίος πέρασε από το χωριό και δίδαξε.

Και όμως, εκεί, σ’ αυτή τη δενδροεκκλησιά, μπορείς να ερευνήσεις το εσωτερικό σου και να ανακαλύψεις τα “κρύφια” και τα “αλλότρια” και προσεύχεσαι να μην σε υποδουλώσουν. Να μην υποσκάψουν σιγά-σιγά την ψυχή. Να μην δημιουργήσουν το κατάλληλο κλίμα για την καλλιέργεια εγωιστικού φρονήματος. Να μην γεννήσουν την αμαρτωλή επιθυμία.

Και αντιλαμβάνεσαι, σ’ αυτό το υποτυπώδες εκκλησάκι μέσα στον πλάτανο, από κάποια εσωτερική παρόρμηση, ότι και ο δυνατότερος άνθρωπος έχει ανάγκη τη βοήθεια του Θεού, για να σταθεί στα πόδια του. Η σκέψη αυτή σου προκαλεί τόση χαρά, ώστε απαλλάσσεσαι από τη δεσποτεία του εαυτού σου και ξεσπάς βουβά σε μια θριαμβευτική ιαχή: Θα γίνω καθαρός και λαμπρός, από οτιδήποτε μου καταπιέζει και μου καταμολύνει την ψυχή.

Και περνάς, πάλι μπροστά στον πλάτανο, σ’ ένα άλλο στάδιο σκέψης. Όλες οι καρδιές έχουν ανάγκη από την καλοσύνη. Και των αδύνατων και των ισχυρών και των φτωχών και των νικημένων και των νικητών. Αλλά δεν αρκεί να νιώθει κανείς αγάπη για όλους. Πρέπει να είναι διαρκώς έτοιμος για μια προσφορά του καλού ανεξάντλητη. Σ’ αυτό σε προτρέπει η “Παναγία η Πλατανιώτισσα”. Πρέπει, αλλά εδώ δεν ακούγεται αρμονικά το “πρέπει”, γιατί η καλοσύνη δεν έχει τίποτα το αναγκαστικό. Είναι ανάβρυσμα αυθόρμητο της καρδιάς, που ξέρει να φανερώνει την αγάπη της όμορφα και ισορροπημένα.

Εδώ μέσα στο “κούφαλο” του πλατάνου, με τις εικόνες να σε περιτριγυρίζουν και το καντήλι να καίει ακοίμητα, νιώθεις, έστω και στιγμιαία, ομορφιά και ισορροπία.