Οικ. Πατριάρχης από Αυστραλία: Χωρίς τον Πρώτο, δεν είναι δυνατό να υπάρξει Σύνοδος

Σε επίτιμο διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του Αγίου Απόστολου Ανδρέου Σύδνεϋ αναγορεύτηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης.

Ο κ. Βαρθολομαίος, ο οποίος βρίσκεται από την Παρασκευή στην Αυστραλία σε επίσημη επίσκεψη μετά από σχεδόν 30 χρόνια με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από την ίδρυση της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, μίλησε στο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου του Σύδνεϋ.

Απευθυνόμενος στους φοιτητές της Θεολογικής Σχολής, στους κληρικούς και στους Καθηγητές, τόνισε ότι “η Σύνοδος είναι απαραίτητη και αναγκαία όσες φορές διασαλεύεται η ενότητα της Εκκλησίας, είτε διότι φαλκιδεύεται η αλήθεια της Πίστεως, είτε διότι αμφισβητείται η ιεροκανονική της σταθερότητα”.

Πρόσθεσε δε πως με αφορμή τη σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Κρήτη, υπήρξαν πολλές αμφισβητήσεις των εκκλησιολογικών αρχών της συνοδικής συνείδησης, και του φρονήματος της Εκκλησίας εν γένει.

Υπογράμμισε ακόμη πως το συνοδικό φρόνημα της Εκκλησίας εκφράζεται με αυθεντικό τρόπο από δύο απαραίτητες και απαρέγκλιτες προϋποθέσεις.

Πρώτον, από το αξίωμα ή μάλλον το χάρισμα και την ευθύνη του Πρώτου. “Η Συνοδικότητα άνευ του Πρωτείου και το αντίθετο, συνιστούν σχήμα όχι μόνο οξύμωρο αλλά και ανύπαρκτο”, τόνισε ο Οικουμενικός Πατριάρχης, συμπληρώνοντας ότι “ο Πρώτος δεν υφίσταται τιμής ένεκεν, διότι χωρίς τον Πρώτο, δεν είναι δυνατό να υπάρξει Σύνοδος”.

Η δεύτερη προϋπόθεση έχει να κάνει με το ότι η Συνοδικότητα δεν μπορεί να υφίσταται εκτός των θεσπισθέντων από τους Οικουμενικές Συνόδους όρους και όρια. “Παρά την υιοθέτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και νεοφανών μορφών συνοδικής αυτοσυνειδησίας, όπως για παράδειγμα τη Σύναξη των Προκαθήμενων, αλλά και την επί ίσοις όρους συμμετοχή και των νεότευκτων Εκκλησιών στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, οφείλουμε να τονίσουμε ότι ο θεσμός της Πενταρχίας είναι απολύτως ιεροκανονικός και απαράγραπτος”.

Αναφέρθηκε δε και στην πρόσφατη έγκριση του νέου συντάγματος της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, το οποίο χαρακτήρισε “κείμενο άριστο από άποψη ιεροκανονική και ποιμαντική, και έργο εντατικής εργασίας του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας και ομάδας Καθηγητών και ειδικών επιστημόνων, το οποίο λαμβάνει πρόνοια δημιουργίας Συνόδου Επισκόπων με Πρώτον τον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας”.

Διαβάστε την ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου

Ιερώτατε Αρχιεπίσκοπε Αυστραλίας κ. Μακάριε, Κοσμήτορ της Θεολογικής Σχολής του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου,

Τιμιώτατοι αδελφοί Αρχιερείς,

Ευλαβέστατοι κληρικοί και οσιώτατοι μοναχοί,

Ελλογιμώτατοι κύριοι Καθηγηταί,

Πεφιλημένα τέκνα, φοιτηταί και φοιτήτριαι της Θεολογικής Σχολής και νέοι της Χριστιανικής Ενώσεως της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας,

Εκλεκτοί παρόντες,

Εν δοξολογία πολλή και εν απείρω ευχαριστία προς τον εν Τριάδι Θεόν ημών αποδεχόμεθα την προσγινομένην τιμήν της αναγορεύσεως της ημών Μετριότητος εις την περιωπήν του Επιτίμου Διδάκτορος της περιπύστου Θεολογικής Σχολής του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου, της πρώτης Ορθοδόξου Θεολογικής Σχολής εν τω Νοτίω ημισφαιρίω, ιδρυθείσης υπό του μακαριστού και πεφιλημένου Ιεράρχου της Μητρός Εκκλησίας, αειμνήστου Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κυρού Στυλιανού, του λογίου ποιμένος, του εγνωσμένου ποιητού, του εγκρατούς θεολόγου, του εκδαπανήσαντος τον επί γης βίον αυτού υπέρ των δικαίων της Εκκλησίας και του Γένους. Αλλ᾽ η εσπερινή αύτη επίσημος ακαδημαική τελετή, η οποία πραγματοποιείται εις το λαμπρόν τούτο θεωρείον της επιστήμης του περιβοήτου Πανεπιστημίου του Σύδνεϋ, περιποιεί ιδιαιτέραν τιμήν εις τον Πατριάρχην, δι᾽ ένα επιπλέον λόγον, τον οποίον ασφαλώς, οφείλομεν να αναδείξωμεν. Η Θεολογική Σχολή του Αποστόλου Ανδρέου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας απονέμει, διά πρώτην φοράν εις την ιστορίαν αυτής, Επίτιμον Διδακτορικόν Δίπλωμα και ενώ έχει λάβει την νενομισμένην άδειαν προς τούτο εκ των Πανεπιστημιακών Αρχών και της Συγκλήτου προ τριετίας, τόσον ο Ιερώτατος αδελφός και Κοσμήτωρ αυτής, όσον και το σώμα των Ελλογιμωτάτων κυρίων Καθηγητών ανέμενον την ημετέραν έλευσιν διά να αρχίσουν την απονομήν των τιμητικών τούτων τίτλων από του Πατριάρχου, εκφράζοντες και δι᾽ αυτού του τρόπου τα αισθήματα αγάπης και τιμής, σεβασμού και αφοσιώσεως εις την ημετέραν Μετριότητα. Διό και εκφράζομεν προς τον Κοσμήτορα και προς άπαντα τα μέλη του Διδακτικού Προσωπικού την βαθυτάτην ημών ευχαριστίαν και επαναλαμβάνομεν, ως πράττομεν πάντοτε, ότι αι τιμαί αύται διαβαίνουν και αντανακλούν επί την κοινήν ημών Μητέρα, την Αγίαν του Χριστού Μεγάλην Εκκλησίαν, το Σεπτόν Οικουμενικόν μας Πατριαρχείον, του οποίου την σταυρόσχημον και ανάντη πορείαν ιθύνει, απείρω Θεού ελέει, η ημετέρα Μετριότης τριάκοντα και τρία έτη, έως της σήμερον.

Καίτοι εν τη εκδηλώσει ταύτη όλα πραγματοποιούνται ευσχημόνως και κατά τάξιν, επιτρέψατε ημίν, εκλεκτοί προσκεκλημένοι, να εκκινήσωμεν την ομιλίαν ημών παραδόξως πως, αναμιμνησκόμενοι την ιστορίαν της πυργοποιίας της Βαβέλ εκ της Μωσαικής Παραδόσεως της Ιεράς της Γενέσεως Βίβλου και την παιδαγωγίαν την οποίαν επέβαλεν ο Κύριος Σαβαώθ επί εκείνων, οίτινες εκ της πολλής των αλαζονείας ωκοδόμησαν τον νοητόν πύργον της αποστασίας κατά του Θεού: «και διέσπειρεν αυτούς Κύριος εκείθεν επί πρόσωπον πάσης της γης, και επαύσαντο οικοδομούντες την πόλιν και τον πύργον. Διά τούτο εκλήθη το όνομα αυτής Σύγχυσις, ότι εκεί συνέχεε Κύριος τα χείλη πάσης της γης, και εκείθεν διέσπειρεν αυτούς Κύριος επί πρόσωπον πάσης της γης» (Γεν. 11, 8-9), κατά το ιερόν κείμενον.

Όθεν, σύγχυσις και ταραχή και διαίρεσις, έριδες και μάχαι επικρατούν όταν η ανθρωπότης επαναστατή κατά του Θεού και, ασφαλώς, η πρώτη εκείνη επανάστασις του αρχαίου Αδάμ κατά του αγίου θελήματος του Δημιουργού είναι που επιφέρει την έκπτωσιν εκ της κοινωνίας της αγάπης του εν Τριάδι Θεού, τον σκοτασμόν του νοός του ανθρώπου, την αποξένωσιν εκ της χάριτος αλλά και την επανάστασιν και την διχόνοιαν μεταξύ των τέκνων του Αδάμ, ως είδομεν εκ της αναφοράς εις τον Πύργον της Βαβέλ, αλλά και εκ πολλών άλλων, ως η αδελφοκτονία του Κάιν και πλείστα όσα ακόμη. Και ως ταύτα πάντα εισέρχονται, ως επείσακτος νόσος, εις την ανθρωπίνην πραγματικότητα δι᾽ ενός ανθρώπου, ούτω και διά του Ενός και Μοναδικού Υιού και Λόγου του Πατρός αποκαθίσταται η πηλίνη αδαμιαία φύσις εις το αρχαίον κάλλος και επέρχεται η συμφιλίωσις και η ενότης κατά την διδασκαλίαν του Αποστόλου των εθνών Παύλου (πρβλ. Α’ Ρωμ. 12 κ. εξ.).

Εικόνα θαυμαστήν της ενότητος, εν αντιθέσει, με τα προλεχθέντα ανευρίσκομεν εις τας Πράξεις των Αποστόλων και δη εις την περιγραφήν της Πεντηκοστής, καθ᾽ ην άπασα η Εκκλησία ήτο συνηγμένη «επί το αυτό» (Πρ. 2, 1), ως εν σώμα και εν πνεύμα, και είναι τω όντι άξιον θαυμασμού ότι η έκχυσις του Παναγίου Πνεύματος επιφέρει την ποικιλίαν των γλωσσών, ήτις όμως δεν προκαλεί την σύγχυσιν της Βαβέλ, τουναντίον οδηγεί εις την κοινωνίαν εν τρόπω θαυμαστώ, δηλονότι εν Πνεύματι Αγίω, διότι μόνον διά του πανσθενουργού και γλωσσοπυρσομόρφου Πνεύματος είναι δυνατή η ενότης, ήτις μάλιστα είναι το οντολογικόν εκείνο στοιχείον, το οποίον κυριαρχεί κατά την ημέραν της Πεντηκοστής, την ούτω καλουμένην ημέραν φανερώσεως της Εκκλησίας εν τω κόσμω.

Κατ’ αυτήν ακριβώς την ημέραν, εν θαυμαστή ενότητι, φανερούται εις τας καθολικάς αυτής διαστάσεις η Εκκλησία, ήτις εκτίσθη προ καταβολής κόσμου εν τη πανσοφία του Πατρός, διά του Υιού, εν Πνεύματι αγίω. Άπασα η Εκκλησία εις ένα τόπον, ως η μία φωνή του Παρακλήτου συνέρχεται και καθίσταται το κέντρον της Κτίσεως και καλεί άπαντας εις ενότητα, καθώς ψάλλομεν κατά την εορτήν της Αγίας Πεντηκοστής: «Ότε καταβάς τας γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν έθνη ο Ύψιστος· ότε του πυρός τας γλώσσας διένειμεν, εις ενότητα πάντας εκάλεσε, και συμφώνως δοξάζομεν το πανάγιον Πνεύμα».

Θα ελέγομεν, συνεπώς, ότι αρχετυπικώς η αγία ημών Εκκλησία κατά την ημέραν της φανερώσεως αυτής εις τον κόσμον, ευρίσκεται εν Συνόδω, ήτοι συνηγμένη «επί το αυτό» εν Αγίω Πνεύματι, διότι Σύνοδος και Εκκλησία, μάλλον ουδόλως δύνανται να υπάρξουν κεχωρισμένως απ᾽ αλλήλων, καθώς λέγει και ο ημέτερος εν αγίοις Προκάτοχος, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης ο Χρυσορρήμων: «Εκκλησία γαρ συστήματος και συνόδου εστίν όνομα». Συνεπώς, Σύνοδος είναι η χαρισματική συγκρότησις της Εκκλησίας, διά της οποίας φανερούται η αλήθεια, ως γεγονός ενότητος, κοινωνίας και αγάπης, και ουχί ασφαλώς ως συνέδριον επιστημονικού τύπου, ένθα διαλεγόμεθα επιστημονικώς και φιλοσοφικώς διά την εξαγωγήν συμπερασμάτων τινών.

Ασφαλώς, η Σύνοδος είναι απαραίτητος και αναγκαία οσάκις διασαλεύεται η ενότης της Εκκλησίας, είτε διότι φαλκιδεύεται η αλήθεια της Πίστεως, είτε διότι αμφισβητείται η ιεροκανονική της σταθερότης. Λέγει, εν προκειμένω, ο αείμνηστος Μητροπολίτης Περγάμου κυρός Ιωάννης, ο παγκοσμίου κύρους θεολόγος των εσχάτων χρόνων, τα εξής: «Η ενότητα στην Εκκλησία διασαλεύεται όταν ο καθένας υψώνει το ανάστημά του και γίνεται εκφραστής και υπερασπιστής της αλήθειας […], διάφοροι εκφράζουν με τη δική τους αυθεντία την αλήθεια. Και έχουμε έτσι μία διαίρεση ουσιαστική μέσα στην Εκκλησία». Και συνεχίζει ο μακαριστός Ιεράρχης: «Η Σύνοδος των Επισκόπων είναι αυτή που τελικά αποφαίνεται για την αλήθεια. Η Σύνοδος είναι ο μόνος τρόπος για να μπορούμε να διαπιστώνουμε ποια είναι η αλήθεια. Και όχι η γνώμη του καθενός, και όχι η γνώμη των διαφόρων ομάδων».

Ατυχώς, εσχάτως, κυρίως εξ αφορμής της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, της συνελθούσης εν Κρήτη, υπήρξαν πλείσται όσαι αμφισβητήσεις των εκκλησιολογικών αρχών της συνοδικής συνειδήσεως και εν γένει του φρονήματος της Εκκλησίας. Μετ’ επιτάσεως και από τούτου του βήματος επαναλαμβάνομεν ότι : «Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της μιάς, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας αποτελεί αυθεντικήν μαρτυρίαν της πίστεως εις τον Θεάνθρωπον Χριστόν, τον Μονογενή Υιόν και Λόγον του Θεού, τον φανερώσαντα, διά της ενανθρωπήσεως, του όλου επιγείου έργου, της σταυρικής θυσίας και της αναστάσεώς Αυτού, τον Τριαδικόν Θεόν ως άπειρον Αγάπην»[4]. Θα ελέγομεν μάλιστα, άνευ δευτέρας σκέψεως, ότι η αναίτιος πολεμική κατά της Συνόδου ταύτης αποτελεί εν επί πλέον εχέγγυον ότι αυτή εκφράζει την γνησίαν φωνήν του Παρακλήτου.

Αυτήν την γνησίαν φωνήν του Πνεύματος, περί της οποίας προσφυώς εγράφη: «Σήμερον η αρχαία και μουσουργική φωνή του Πνεύματος πάλιν ακούεται. Σήμερον η ευδίνητος και εύλαλος της Εκκλησίας γλώττα κηρύττει και ταληθή λέγει. Σήμερον ο ήχος ο καθαρός των εορταζόντων μελωδείται και εις τα τέτταρα της Οικουμένης πέρατα αφικνείται»[5], αυτήν την φερέσβιον και τερψίμβροτον φωνήν, λέγομεν, έχομεν περισσότερον ή άλλοτε ανάγκην σήμερον, διό και η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως όχι μόνον διακηρύττει την βαθείαν και ακλόνητον συνοδικήν συνείδησιν αυτής αλλά εγγυάται και διαφυλάττει την ενότητα της καθ᾽ όλου Εκκλησίας κατά τας αρχαιόθεν θυσιαστικάς ευθύνας αυτής.

Ουδόλως, άλλωστε, είναι τυχαίον ότι άπασαι αι Άγιαι και Σεπταί Οικουμενικαί Σύνοδοι συνεκλήθησαν εις το κανονικόν έδαφος της Μεγάλης Εκκλησίας, τη φροντίδι και μερίμνη και εις τας πλείστας των περιπτώσεων, τη πρωτοστασία των αοιδίμων προκατόχων ημών, διότι, ως ελέχθη, η αλήθεια εκφράζεται διά της Συνόδου, ως εκφράσεως της καθόλου Εκκλησίας. Η μερικότης και αποσπασματικότης της ανθρωπίνης φύσεως, δεν είναι δυνατόν να εκφράση την καθολικήν αλήθειαν της Εκκλησίας, διό και η Σύνοδος των Επισκόπων, οίτινες δεν παρίστανται εις την Σύνοδον ως μεμονωμένα και αυθύπαρκτα -ούτως ειπείν- πρόσωπα αλλ᾽ εκ προσώπου του κλήρου και του λαού αυτών, ως έκφρασις της Εκκλησίας, ήτις φέρει εις την πληρότητά των τα χαρίσματα της Ενότητος, της Αγιότητος, της Καθολικότητος και της Αποστολικότητος, κωδικοποιεί την εμπειρίαν της αληθείας και ουχί θεωρητικάς τινας αρχάς.
Αισθανόμεθα, και από τούτου του επισήμου βήματος, την ανάγκην να διαδηλώσωμεν ότι η Συνοδικότης εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία δεν νοείται ως σύστημα ανάλογον της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, όπου αι Εκκλησίαι εκλαμβάνονται και νοούνται ως Ομόσπονδα Κρατίδια με κύριαρχον χαρακτηριστικόν την αριθμητικήν αντιπροσώπευσιν και τας ισοπεδωτικάς λογικάς, ενίων εκ των Ορθοδόξων Εκκλησιών σήμερον. Το συνοδικόν φρόνημα της Εκκλησίας εκφράζεται, αυθεντικώ τω τρόπω, υπό δύο απαραιτήτους και απαρεγκλίτους προϋποθέσεις:

Προϋπόθεσις πρώτη: το αξίωμα ή μάλλον το χάρισμα και η ευθύνη του Πρώτου. Η Συνοδικότης άνευ του Πρωτείου, και τανάπαλιν, συνιστούν σχήμα όχι μόνον οξύμωρον αλλά και ανύπαρκτον. Ήδη ο 34ος Κανών των Αγίων Αποστόλων θέτει το ασφαλές πλαίσιον και την ισόρροπον σχέσιν μεταξύ της Συνόδου και του Πρώτου «Τους επισκόπους εκάστου έθνους ειδέναι χρη τον εν αυτοίς πρώτον, και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν, και μηδέν τι πράττειν άνευ της εκείνου γνώμης· εκείνα δε μόνα πράττειν έκαστον, όσα τη αυτού παροικία επιβάλλει, και ταίς υπ’ αυτήν χώραις. Αλλά μηδέ εκείνος άνευ της πάντων γνώμης ποιείτω τι. Ούτω γαρ ομόνοια έσται, και δοξασθήσεται ο θεός, διά Κυρίου, εν αγίω Πνεύματι· ο Πατήρ, και ο Υιός, και το άγιον Πνεύμα», ως λέγει ο θεόγραπτος κανών. Σημειωθήτω, βεβαίως, ότι ο Πρώτος δεν υφίσταται τιμής ένεκεν, διότι άνευ του Πρώτου δεν είναι δυνατόν να υπάρξη Σύνοδος. «Όπου, συνεπώς, σύνοδος, εκεί και πρωτείο. Και όπου πρωτείο, εκεί και Σύνοδος», θα σημειώση και πάλιν ο πολύς μακαριστός Περγάμου Ιωάννης. Βεβαίως, το Πρωτείον του Οικουμενικού Θρόνου είναι σήμερον ο λίθος του προσκόμματος διά μερικάς εκ των νεοπαγών Εκκλησιών, αλλ᾽ ως ελέχθη, η πρόταξις και μάλιστα η υπερτροφική ανάπτυξις της Συνοδικότητος εις βάρος του Πρωτείου συνιστά οθνείαν αλλοίωσιν της Ορθοδόξου εκκλησιολογίας και επικίνδυνον εκτροπήν εκ των ιεροκανονικώς παραδεδομένων.

Προϋπόθεσις δευτέρα: η συνοδικότης ουδόλως δύναται να υφίσταται εκτός των θεσπισθέντων υπό των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων όρων και ορίων. Παρά την υιοθέτησιν εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου και νεοφανών μορφών συνοδικής αυτοσυνειδησίας, ως λόγου χάριν, της Συνάξεως των Προκαθημένων, αλλά και την, επί ίσοις όροις, συμμετοχήν και των νεοτεύκτων Εκκλησιών εις την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον, οφείλομεν να τονίσωμεν ότι ο θεσμός της Πενταρχίας είναι απολύτως ιεροκανονικός και απαράγραπτος. Λέγει χαρακτηριστικώς, εν προκειμένω, ο μέγας της Εκκλησίας δογματικός Πατήρ, Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Σύνοδός εστιν ότε τα πέντε πατριαρχεία θεσπίσουσι μίαν πίστιν, και ένα λόγον∙ ει δε εκ τούτων καν εις απολείψη, η ουχ υποκύψειε τη συνόδω, αύτη σύνοδος ουκ έστιν, αλλά παρασυναγωγή και συνέδριον ματαιότητος και αλαζονείας».

Η προσήλωσις του Οικουμενικού Πατριαρχείου εις το συνοδικόν συνειδός, επαναλαμβάνομεν, είναι απαράτρεπτος, διό και, ως ελέχθη, συνεκάλεσε την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον, παρά τας τιτανίους αντιξοότητας. Εάν μάλιστα το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, υποκύπτον εις τας διαφόρους φωνάς του εθνοφυλετισμού και του φονταμενταλισμού, εις τας φωνάς της εσωστρεφείας και της αποκλειστικότητος, είχεν αρνηθή αυτήν την κλήσιν του Θεού, τότε θα είχε καταγραφή μία από τας μεγαλυτέρας ήττας εις την πολύχρονον και πολυκύμαντον ιστορίαν της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας. Διό και εις πάσαν ευκαιρίαν τονίζει την αναγκαιότητα του αληθούς συνοδικού φρονήματος, ουχί μόνον λόγοις αλλά, κυρίως, έργοις. Και τούτο δύναται να βεβαιώση ο Ιερώτατος αδελφός Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας κ. Μακάριος και σύμπας ο ιερός κλήρος και ο λαός της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, καθ᾽ ότι εσχάτως η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία ενέκρινεν ασμένως το νέον Σύνταγμα αυτής, κείμενον άριστον εξ επόψεως ιεροκανονικής και ποιμαντικής, και έργον πολυμόχθου και εντατικής εργασίας του Αρχιεπισκόπου και ομάδος Καθηγητών και ειδικών επιστημόνων, το οποίον λαμβάνει πρόνοιαν δημιουργίας Συνόδου Επισκόπων με Πρώτον τον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπον Αυστραλίας.

Συγχαίρομεν και επαινούμεν, και με την παρούσαν ευκαιρίαν τον προσφιλέστατον αδελφόν, διότι με ταύτην την πρωτοβουλίαν, την οποίαν ολοκαρδίως επηυλογήσαμεν, εκκλησιαστικοποιήθη η διοίκησις της κατ᾽ αυτόν Αρχιεπισκοπής και διωρθώθησαν στρεβλώσεις και παραχρήσεις, αίτινες επεσωρεύθησαν τη παραδρομή του χρόνου εις την διοικητικήν διάρθρωσιν και διακυβέρνησιν της Ιεράς Αρχιεπισκοπής. Παραλλήλως δε, καθίσταται περισσότερον ισχυρά η θέσις του Οικουμενικού ημών Πατριαρχείου εν τη Αυστραλιανή Κοινοπολιτεία και ενδυναμούται και επιβεβαιούται, επισημότερον, η ιεροκανονική σχέσις της ενταύθα Επαρχίας του Θρόνου μετά του σεπτού Κέντρου του Φαναρίου.

Εκλεκτοί παρόντες, επιτρέψατε ημίν, παρεκβατικώς μεν καρδιακώς δε, να απευθύνωμεν τον λόγον, εις το σημείον τούτο, προς τους παρισταμένους νέους και νέανιδας της Χριστιανικής Ενώσεως, τους φοιτητάς και φοιτητρίας της Θεολογικής Σχολής του Αγίου Ανδρέου, οι οποίοι ως τα νεόφυτα των ελαιών κυκλώνουν την τράπεζα, του Πατριάρχου (πρβλ. Ψλ. 127, 3), αλλά και προς άπασαν την νεότητα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, ήτις αποτελεί τον ωραιότερον και ευχυμότερον καρπόν της Ομογενείας, την αισιόδοξον προοπτικήν του παρόντος και την ακράδαντον ελπίδα του μέλλοντος, την παρηγορίαν εις την αυχμηράν εποχήν μας και την προσδοκίαν της επιούσης.

Χαιρόμεθα και ευφραινόμεθα σήμερον, αισθανομένοι τον παλμόν της νεότητος και αδημονούμεν να αποθαυμάσωμεν τας ακολουθούσας, ετοιμασθείσας υπό των νέων, εκδηλώσεις διά τον εορτασμόν της εκατονταετηρίδος, όπως εκαμαρώσαμεν αυτούς προ τριετίας, όταν με τας αγγελικάς των φωνάς ετραγούδησαν, επί τη συμπληρώσει της τριακονταετίας ημών εις τον Θρόνον της Κωσταντινουπόλεως, το εξαίσιον ποίημα: «Μαζεύω ρόδα, γιασεμιά, στον κήπο του νησιού σου, στεφάνι μοσχομύριστο, να πλέξω στη γιορτή σου. Τριάντα χρόνια καραβοκύρης, της Εκκλησίας μας πλοηγός, το χτυποκάρδι του: Ορθοδοξία μα και το σπίτι μας, καημός». Και όταν με τα γεμάτα δύναμη νεανικά σώματά των εσχημάτισαν την ακτογραμμήν της Αυστραλίας, διά να δείξουν ότι σύμπασα η πέμπτη Ήπειρος, εν ενί στόματι και μια καρδία, εύχεται εις τον Πατριάρχην. Σας ευχαριστούμεν και πάλιν αγαπητά μας παιδιά.

Δεν εκφράζομεν απλώς την ελπίδα αλλά την βεβαιότητα ότι η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας πορεύεται καλώς και θεοφιλώς και τούτο διότι οι νέοι και αι νεάνιδες ευρίσκονται πλησίον της Εκκλησίας και του Ποιμενάρχου των, και το λέγομεν μετά πάσης βεβαιότητος, διότι το κριτήριον των νέων ανθρώπων είναι και αμείλικτον αλλά και αλάνθαστον.

Πλειστάκις ηκούσαμεν το σύνθημα «είμαστε έτοιμοι για το μέλλον» και σήμερον βλέπομεν ότι δεν είναι μία συνθηματολογική έξαρσις αλλά η βεβαία πραγματικότης. Τω όντι, η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας πορεύεται εις το μέλλον σταθερώς και ακλονήτως και αυτήν την ευλογητήν πορείαν της εγγυάται και η σφριγώσα νεότης. Τεκνία ηγαπημένα, παραμείνατε πλησίον της Εκκλησίας και του Χριστού, Ο Χριστός δεν θα σας απογοητεύση ποτέ. Κλείσατε τα ώτα σας εις τας σειρήνας του κόσμου, οι οποίοι λέγουν ότι το Ευαγγέλιον και η Εκκλησία σημαίνουν στέρησιν, συντήρησιν, οπισθοδρόμησιν και καταπίεσιν. Κάθε άλλο! Η ζωή του Χριστού είναι «αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια» (Γαλ. 5, 22-23) και άνεσις και ανάψυξις, ως λέγει ο ίδιος ο Κύριος: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς. άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς και μάθετε απ’ εμού, ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταίς ψυχαίς υμών· ο γαρ ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστιν», (Μτ. 11, 28-29). Μόνον η αμαρτία και τα οψώνιά της είναι θάνατος (πρβλ. Ρωμ 6, 23) και όχι ο Χριστός, ο οποίος είναι η αληθινή ζωή.

Επαναφέροντες τον λόγον, Πατέρες και Αδελφοί, εις τα πρότερα επευλογούμεν πάντας υμάς πατρικώς, απονέμοντες δε την πατριαρχικήν ημών ευχήν εις τε τους διδάσκοντας και εις τους διδασκομένους εν τη Θεολογική Σχολή του Αγίου Ανδρέου, εκφράζομεν διά μίαν εισέτι φοράν την βαθείαν ημών ευχαριστίαν και συγκίνησιν διά την μεγίστην ταύτην ακαδημαικήν τιμήν, ξεχωριστήν πράγματι, διότι προέρχεται εκ της πέμπτης Ηπείρου και της ενταύθα εκλεκτής θυγατρός, της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, και τούτο επιτείνει την χαράν και την συγκίνησιν ημών. Και εφ᾽ όσον ο λόγος ήτο αφιερωμένος εις το συνοδικόν φρόνημα, το οποίον οφείλομεν να καλλιεργήσωμεν εις τον λαόν του Θεού, καθώς και εις τους φοιτητάς των θεολογικών μας Σχολών και μελλοντικούς κληρικούς της Εκκλησίας, επιτραπήτω να κατακλείσωμεν τον λόγον, με μίαν παραίνεσιν ερανισμένην εκ του γνωστού εις πάντας ημάς, αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου. Συμβουλεύει ο άγιος πατήρ: «δεν είναι συγκεχωρημένον εις κανένα οιονδήποτε λαικόν, ή να κινή λόγον διά εκκλησιαστικάς υποθέσεις, ή να αντιστέκεται εις ολόκληρον εκκλησίαν, ή οικουμενικήν Σύνοδον. Διότι το να ανιχνεύη, και να εξετάζη τις τα τοιαύτα, τούτο είναι έργον των Πατριαρχών και ιερέων και διδασκάλων, εις τους οποίους εδόθη εκ Θεού να λύουσι, και να δένουσιν».

Σας ευχαριστούμεν θερμώς διά την υπομονήν σας.