Οι «τολμηρότατοι» περιηγητές που «κάνουν βόλτες» στο Τριαδικό μυστήριο

του Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Στην σύγχρονη θεολογία, από θεολόγους οι οποίοι επηρεάσθηκαν από τον σχολαστικισμό, τον νεοσχολαστικισμό, τον γερμανικό ιδεαλισμό και τον υπαρξισμό, παρατηρείται μια προσπάθεια διεισδύσεως στο μυστήριο του Τριαδικού Θεού για να «ελέγξουν» και να διατυπώσουν το «πως» υπάρχουν τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, το ότι συνδέεται η «ελευθερία του Πατρός με τη βούληση του Πατρός», ότι «η ελευθερία του Πατρός κάνει να υπάρχει ο Θεός ως Τριάδα αιώνια και αίδια», ότι «ο Πατήρ από αγάπη -δηλαδή ελεύθερα- γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Πνεύμα», ότι «η ελευθερία και η ύπαρξη στον Θεό ταυτίζονται», ότι «το ναί στην ύπαρξή Του είναι ταυτόσημο με το ναί στην Τριαδική Του ύπαρξη», ότι ο Πατήρ «ασκεί την ελευθερία Του ως ναί» κ. α.

Μέσα σε αυτήν την αλαζονική προσπάθεια τολμούν να ομιλούν και για «ιεράρχηση» στα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, αφού επιδιώκουν με υπαρξιακά γνωσιολογικά-δομικά στοιχεία να ερμηνεύσουν το μυστήριο του Τριαδικού Θεού, να προσπαθούν με τον φιλοσοφικό τρόπο να κατανοήσουν το μυστήριο του Τριαδικού Θεού.

Μια τέτοια νοοτροπία είχαν και οι φιλοσοφούντες θεολόγοι τους πρώτους αιώνες, κυρίως τον 3ο και 4ο αιώνα μ.Χ., οι λεγόμενοι μοναρχιανοί, δυναμικοί και τροπικοί, και έφθασαν σε αιρέσεις, τις οποίες αντιμετώπισαν οι άγιοι Πατέρες στις Οικουμενικές Συνόδους. Αυτό παρατηρείται έντονα στους σχολαστικούς και νεοσχολαστικούς θεολόγους.

Στις ημέρες μας έγινε πιά «μόδα» οι ορθόδοξοι θεολόγοι να κάνουν «τουριστικές περιηγήσεις» μέσα στο απρόσιτο μυστήριο του Τριαδικού Θεού και να παράγουν μια «θεολογία του σαλονιού». Ευχαριστούνται να συζητούν τέτοια ζητήματα με διανοητικό τρόπο στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις και σε Συνέδρια, και σε πανεπιστημιακές αίθουσες, για να φαίνεται ότι παράγουν μια σύγχρονη θεολογία που διαφέρει από την θεολογία των «αγραμμάτων μοναχών»!!

Και, όμως, στην θεολογία των αγίων Πατέρων θεωρείται αλαζονική θρασύτητα και εωσφορική νοοτροπία το να προσπαθή κανείς να εισδύη στο απρόσιτο μυστήριο του Τριαδικού Θεού, δηλαδή στο μυστήριο της θεολογίας, ακόμη και στο μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, που χαρακτηρίζεται μυστήριο της θείας Οικονομίας, στο πως ενώνονται η θεία με την ανθρώπινη φύση στην υπόσταση του Λόγου.

Εκείνο που έχουμε εντολή να κάνουμε είναι με την συνέργειά μας στην ενέργεια του Θεού να πορευθούμε από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωση, να μετάσχουμε στο μυστήριο της μεθέξεως της ακτίστου Χάριτος του Θεού στο Πρόσωπο του Χριστού και να αποκτούμε γνώση της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του ακτίστου Θεού.

Στην συνέχεια θα παραθέσω μερικά δείγματα της πατερικής θεολογίας πάνω στο σοβαρό αυτό θέμα.

1. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος για το απρόσιτον μυστήριον του Τριαδικού Θεού
Οι Πατέρες των πρώτων αιώνων, και μάλιστα οι Καππαδόκες Πατέρες, μας έδωσαν αρκετά δείγματα ότι ο Τριαδικός Θεός είναι απρόσιτος, είναι μυστήριο απρόσιτο στην ανθρώπινη σκέψη. Αυτό το βλέπουμε κυρίως στον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, στους περίφημους θεολογικούς λόγους του, που αντιμετώπιζε τους Ευνομιανούς οι οποίοι εξέφραζαν το φιλοσοφικο-θεολογικό ρεύμα του μοναρχιανισμού, το οποίο καταδικάστηκε από τους Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, αναφερόμενος στους θεολόγους της εποχής του που προσπαθούσαν να κατανοήσουν το μυστήριο του Τριαδικού Θεού με την λογική ομιλεί για «καινήν νόσον» «περί του λόγου φιλοτιμία και γλωσσαλγία» , τον δε ασχολούμενον με τον Θεό με τέτοιον τρόπο αποκαλεί «διαλεκτικόν και λάλον». Για τον Θεό γράφει: «Φράσαι μεν αδύνατον, ως ο εμός λόγος, νοήσαι δε αδυνατώτερον». Δεν μπορεί κανείς να βρη και να κατανοήση την φύση και την ουσία του Θεού: «Θεόν, ο,τι ποτε μεν εστι την φύσιν και την ουσίαν, ούτε τις εύρεν ανθρώπων πώποτε, ούτε μεν εύρη».

Μιλώντας για την γέννηση του Υιού από τον Πατέρα τονίζει ότι πρέπει να το τιμά κανείς με την σιωπή. «Θεού γέννησις σιωπή τιμάσθω. μέγα σοι το μαθείν, ότι γεγέννηται. Το δε πως, ουδέ αγγέλοις εννοείν». Ερωτά: Θέλεις να σου εξηγήσω το πως γεννήθηκε ο Υιός από τον Πατέρα; Απαντά: Με τον τρόπο που γνωρίζει ο Πατήρ. «Ως οίδεν ο γεννήσας Πατήρ και ο γεννηθείς Υιός, το δε υπέρ ταύτα, νέφει κρύπτεται, την σην διαφεύγον αμβλυωπίαν», δηλαδή το πως γεννήθηκε ο Υιός από τον Πατέρα είναι καλυμμένο με νέφος και διαφεύγει την ασθενή όρασή μας. Στον Θεό συμπίπτει η ύπαρξη με την γέννηση και είναι χωρίς αρχή.

Ακόμη, όπως δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την αγεννησία του Πατρός και την γέννηση του Υιού, και πρέπει να το τηρούμε με την σιωπή μας, το ίδιο ισχύει και για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος από τον Πατέρα. Απαντά στους φιλοσοφούντας της εποχής του: «Τις ούν η εκπόρευσις; ειπέ συ την αγεννησίαν του Πατρός, καγώ την γέννησιν του Υιού φυσιολογήσω, και την εκπόρευσιν του Πνεύματος, και παραπληκτίσομεν άμφω εις Θεού μυστήρια παρακύπτοντες».

Αυτό σημαίνει ότι όταν ο άνθρωπος ερευνά με τον φιλοσοφικό του λόγο και τρόπο το μυστήριο του Τριαδικού Θεού για να ερμηνεύση την αγεννησία του Πατρός, την γέννηση του Υιού και την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, θα παραφρονήση, επειδή εγκύπτει στα μυστήρια του Θεού.

Ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος υποδεικνύει το σε πιο σημείο μπορεί να φθάση ο άνθρωπος στην Θεογνωσία. Αυτό γίνεται με την ιερά ησυχία, την κάθαρση και την μέθεξη του Φωτός, την διάβαση του ανθρώπου στην θεωρία-θεοπτία .

2. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός για τα ρητά και τα άρρητα στον Θεό
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, έχοντας αυτήν την πνευματική θεολογική κληρονομιά, αναλύει διεξοδικά τα σχετικά με το μυστήριο του Τριαδικού Θεού και την απαγόρευση του ανθρώπου να εισδύση σε αυτό, γιατί είναι πλήρως αποφατικό μυστήριο.

Γράφει ότι «άρρητον το θείον και ακατάληπτον», μόνον μπορούμε να ξέρουμε ο,τι μας αποκάλυψε «ο μονογενής Υιός ο ων εν τοις κόλποις του Πατρός». Ύστερα από την πρώτη και μακαρία φύση του Θεού, κανένας άλλος δεν γνώρισε ποτέ τον Θεό, όχι μόνον από τους ανθρώπους, αλλά και από τις υπερκόσμιες δυνάμεις, δηλαδή τα Χερουβίμ και Σεραφίμ. Γνωρίζει τον Θεό μόνον αυτός στον οποίο ο Θεός το αποκάλυψε.

Όλα εκείνα που αναφέρονται στην Θεολογία (για τον Τριαδικό Θεό) και την Οικονομία (για την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού) «ουδέ πάντα άρρητα ουδέ πάντα ρητά», «ούτε πάντα άγνωστα ούτε πάντα γνωστά», γιατί άλλο είναι αυτό που είναι γνωστό και άλλο είναι το ρητό, αυτό που μπορεί να εκφρασθή, όπως ακριβώς άλλο είναι η ομιλία και άλλο η γνώση.

Αυτό σημαίνει ότι γνωρίζουμε και ομολογούμε «ότι εστί Θεός», ότι ο Θεός είναι άναρχος, ατελεύτητος, αιώνιος και αίδιος, άκτιστος, άτρεπτος, αναλλοίωτος, απλός, ασύνθετος, ασώματος, αόρατος, αψηλάφητος, απερίγραπτος, άπειρος, απεριόριστος, ακατάληπτος, ασύλληπτος, αγαθός, δίκαιος, παντοδύναμος, δημιουργός όλων των κτισμάτων, παντοκράτωρ, παντεπόπτης, προνοητής όλων, εξουσιαστής, κριτής.

Επίσης, γνωρίζουμε «ότι εις εστί Θεός», δηλαδή μία ουσία και γνωρίζουμε ότι υπάρχει σε τρεις υποστάσεις, σε Πατέρα, σε Υιό και σε Άγιον Πνεύμα και ότι ο Πατέρας και ο Υιός και το Πνεύμα το Άγιον είναι ένα σε όλα εκτός από την αγεννησία και τη γέννηση και την εκπόρευση. Όπως, επίσης, γνωρίζουμε ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού με την ευδοκία του Πατρός και την συνεργία του Αγίου Πνεύματος έγινε άνθρωπος και είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος σε μια υπόσταση, σταυρώθηκε και αναστήθηκε.

Ακόμη «και αγνοούμεν και λέγειν ου δυνάμεθα» το «τι εστί Θεού ουσία» ή πως είναι στην ολότητά της ή πως Θεός γεννήθηκε από Θεό ή εκπορεύτηκε ή πως ο μονογενής Υιός και Θεός, αφού ταπείνωσε τον εαυτό του, έγινε άνθρωπος από παρθενική σάρκα και πλαστουργήθηκε με διαφορετικό νόμο από ο,τι ισχύει στη φύση ή πως είχε βαδίσει στα νερά χωρίς να βρέξη τα πόδια.

Καταλήγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Ότι μεν ούν έστι Θεός, δήλον• τι δε έστι κατ’ ουσίαν και φύσιν ακατάληπτον τούτο παντελώς και άγνωστον» .

Μιλώντας κανείς για τον Θεό μπορεί να ομιλή αποφατικά, γι’ αυτό λέμε «αόρατος, ακατάληπτος, απερίγραπτος». Γι’ αυτό ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει: «Οικειότερον δε μάλλον εκ της των πάντων αφαιρέσεως ποιείσθαι τον λόγον». Και αυτό γίνεται γιατί ο Θεός δεν είναι κανένα από τα όντα όχι ως μη ων, αλλά ως ων πάνω από όλα τα όντα και από αυτό το είναι.

Ύστερα από αυτά αποφαίνεται θεολογικά: «Άπειρον ούν το θείον και ακατάληπτον, και τούτο μόνον καταληπτόν, η απειρία και ακαταληψία». Και όσα λέμε καταφατικά για τον Θεό, ότι ο Θεός είναι αγαθός, δίκαιος και σοφός δεν δηλώνουν «την φύσιν, αλλά τα περί την φύσιν», δηλαδή την ενέργειά Του. Υπάρχουν και μερικά που λέγονται καταφατικά για τον Θεό που έχουν «δύναμιν υπεροχικής αποφάσεως». Για παράδειγμα, όταν λέμε σκότος στον Θεό δεν εννοούμε σκότος, αλλά ότι ο Θεός «ουκ εστι φως αλλ’ υπέρ το φως» και λέγεται φως «ότι ουκ έστι σκότος».

Είναι κατανοητό, ότι για τον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό που εκφράζει όλη την παράδοση των οκτώ πρώτων αιώνων, και είναι παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο Θεός είναι άπειρος και ακατάληπτος, και εκείνο που είναι γνωστό είναι η ενέργειά Του. Αλλά και αυτή η γνώση δεν γίνεται με την φιλοσοφική επεξεργασία, αλλά με την μέθεξη της ακτίστου ενεργείας του Θεού, διά της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως. Και ο Θεόπτης γνωρίζει «ότι εστί Θεός», αλλά δεν γνωρίζει την ουσία του Θεού ούτε τι είναι τα υποστατικά ιδιώματα του Θεού, και το «πως» των Προσώπων της Αγίας Τριάδος.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αρχίζει την Δογματική του με το ακατάληπτο της θείας ουσίας, ο Θωμάς ο Ακινάτης ξεκινά την Summa του με την αρχή ότι η γνώση της ουσίας του Θεού είναι δυνατή, αναγκαία και πρόξενος της μακαριότητας του Θεού. Και αυτό δείχνει, μεταξύ των άλλων, την διαφορά μεταξύ Ορθοδόξου και σχολαστικής θεολογίας.

3. Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων για τον αποφατισμό στο Τριαδικό μυστήριο
Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων έζησε τον 4ο αιώνα (γεν. 313-315 και κοιμήθηκε 386) σε μια περίοδο που γίνονταν συζητήσεις για τον Τριαδικό Θεό, για την γέννηση του Υιού από τον Πατέρα και την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος από τον Πατέρα. Πρόκειται για την περίοδο μεταξύ των Α΄ και Β΄ Οικουμενικών Συνόδων.

Στις «Κατηχήσεις των φωτιζομένων» αναφέρεται στην γέννηση του Υιού από την φύση του Πατρός και στο μυστήριο του Τριαδικού Θεού, που είναι ακατάληπτο και αδύνατο στον άνθρωπο για να το κατανοήση λογικά και φιλοσοφικά.

Για την γέννηση του Υιού από τον Πατέρα γράφει: «Υιός τοίνυν του Θεού εστι φύσει και ου θέσει, γεννηθείς εκ Πατρός». Δεν μεσολάβησε χρόνος για την γέννηση του Υιού από τον Πατέρα: «Μεσίτης δε εκ της εκ Πατρός Υιού γεννήσεως χρόνος ουκ έστιν». Η γέννηση του Υιού από τον Πατέρα δεν είναι όμοια με την γέννηση των ανθρώπων. «Μη τοίνυν ανθρωπίνων είναι νομίσης την γέννησιν».

Δεν υπάρχουν παραδείγματα για να ερμηνεύσουμε τα της γεννήσεως του Υιού από τον Πατέρα. Γράφει: «Γέννησε ο Θεός- Πατέρας τον Υιόν, όχι όπως, σύμφωνα με τα ανθρώπινα δεδομένα, γεννάει ο νούς τον λόγο. Γιατί σε μας ο μεν νούς μας είναι ενυπόστατος, ο δε λόγος, μόλις ειπωθεί και σκορπίσει στον αέρα, χάνεται. Εμείς όμως γνωρίζουμε ότι ο Χριστός γεννήθηκε Λόγος, όχι προφορικός, αλλά ενυπόστατος, ζωντανός, που δεν ειπώθηκε με τα χείλη και μετά σκόρπισε στον αέρα, αλλά γεννήθηκε από τον Πατέρα, “ως ιδία υπόσταση”, προαιώνια και ανέκφραστα».

Επομένως, είναι παντελώς άγνωστος ο τρόπος της γεννήσεως του Υιού από τον Πατέρα. Ξέρουμε ότι ο Υιός γεννήθηκε από τον Πατέρα προ πάντων των αιώνων, αλλά αγνοούμε το «πως» Τον γέννησε. Λέγει ο άγιος Κύριλλος:

«Τον γέννησε (τον Υιό), λοιπόν, ο Θεός-Πατέρας, όχι όπως κάθε ανθρώπινη διάνοια θα μπορούσε να αντιληφθεί, αλλά όπως Αυτός μόνο γνωρίζει. Γιατί δεν υποσχόμαστε να σας πούμε τον τρόπο της γεννήσεως, αλλά να σας διαβεβαιώσουμε για το ότι ο τρόπος δεν είναι ο γνωστός στους ανθρώπους». Στην συνέχεια λέγει ότι κανένα δημιούργημα ούτε και οι άγγελοι γνωρίζουν τον τρόπο της γεννήσεως του Λόγου, αλλά ούτε και «το Πνεύμα το Άγιον έγραψεν εν ταίς Γραφαίς». Ερωτά: Αφού δεν καταλαβαίνουμε αυτό που είναι γραμμένο, γιατί ερευνάμε αυτό που δεν είναι γραμμένο; «Αύταρκες ημίν ειδέναι, ότι Θεός εγέννησεν Υιόν ένα μόνον».

Έτσι, όπως λέγει «μη ντρέπεσαι να ομολογήσεις την άγνοιά σου, διότι μαζί με τους Αγγέλους το αγνοείς, δεν το ξέρουν ούτε και οι Άγγελοι. Μόνο ο Θεός-Πατέρας γνωρίζει τον Υιό και ο Υιός γνωρίζει τον Πατέρα. Ο Θεός-Πατέρας γνωρίζει τι γέννησε και οι άγιες Γραφές μαρτυρούν ότι ο Υιός είναι Θεός».

Και ύστερα από αυτά ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων λέγει στους φωτιζομένους: «Εγώ πάντα θαύμαζα αυτούς τους τολμηρούς ανθρώπους που με την ιδιαίτερη και έντονη αυτή περιέργειά τους -την οποία θεωρούν σύμφωνη με την ευλάβειά τους- ξεπέφτουν σε μεγάλη ασέβεια. Διότι εφόσον αγνοούν τους Θρόνους και τις Κυριότητες, τις Αρχές και τις Εξουσίες, που είναι δημιουργήματα του Θεού, επιχειρούν να εξετάζουν και να ερευνούν τον Ίδιο τον Δημιουργό. Πες μου πρώτα, τολμηρότατε, τι διαφέρει ο Θρόνος από την Κυριότητα και τότε να ασχοληθείς και να ερευνήσης όσα έχουν σχέση με τον Χριστό».

Επομένως, ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων από τον 4ο αιώνα μ.Χ. ελέγχει τους «τολμηρότατους» ανθρώπους οι οποίοι διακατέχονται από έντονη περιέργεια να εισχωρήσουν μέσα στο μυστήριο του Τριαδικού Θεού και να «φιλοπραγμονούν» και καταπίπτουν «διά της νομιζομένης ευλαβείας εις ασέβειαν» , πολύ δε περισσότερο όταν δεν το κάνουν από ευλάβεια, αλλά από φιλοσοφική περιέργεια!

4. Αναλογία όντος, αναλογία πίστεως, αναλογία σχέσεως
Στην Δυτική θεολογία υπάρχει μια μεταφυσική θεώρηση της σχέσεως μεταξύ του Θεού και του κόσμου, δηλαδή «πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει κάποια αναλογία μεταξύ κτιστού και ακτίστου».

Στον Θωμά τον Ακινάτη παρατηρεί κανείς την αναλογία του όντος (analogia entis), σύμφωνα με την οποία διά του ενός μπορεί κανείς να μάθη το άλλο. Ο Θεός είναι ων και ο άνθρωπος είναι ων, οπότε διά της μελέτης του ανθρώπου, ερμηνεύεται ο Θεός . Κατά την δυτική θεολογία «μπορεί κανείς να εξιχνιάση τα περί της θείας ουσίας, εάν διεισδύση στην ουσία και την καθ’ όλου έννοια των όντων μέσω της ανθρωπίνης λογικής . Πρόκειται για την φιλοσοφική μέθοδο διερεύνησης του Θεού.

Στον Γουλιέλμο Όκκαρ παρατηρεί κανείς μια άλλη θεωρία, αφού «έκανε μια γενική επίθεση εναντίον των αρχετύπων του Πλάτωνος, εναντίον των καθόλου της πλατωνικής παραδόσεως, με πολύ γερά φιλοσοφικά επιχειρήματα και έτσι αναπτύχθηκε η άλλη θεωρία περί αναλογίας πίστεως (analogia fidei).

Σύμφωνα με αυτήν την άποψη δεν υπάρχει μόνο «η αναλογία όντος», αλλά και η «αναλογία πίστεως», δηλαδή «στην Αγία Γραφή περιγράφονται τα του Θεού, όπως είναι στην πραγματικότητα και μόνο μέσω της Αγίας Γραφής μπορεί κανείς να γνωρίση τον Θεό. Οπότε, και εδώ υπάρχει αναλογία, αλλά αναλογία “όχι όμως από την φιλοσοφική σκέψη (που είναι η αναλογία του όντος”, αλλά από την αποκάλυψη του Θεού στους) ανθρώπους, που είναι κατατεθειμένη μέσα στην Αγία Γραφή» . Αυτήν την θεωρία εγκολπώθηκε ο Λούθηρος «ο ιδρυτής του Προτεσταντισμού».

Αργότερα, ο Karl Barth ανέπτυξε την θεωρία της «αναλογίας σχέσεων» (analogia relationis). Σύμφωνα με την θεώρηση αυτήν «υπάρχουν τέσσερις συζυγίες, οι οποίες φανερώνουν την ταυτότητα του τρόπου υπάρξεως των ενδοτάτων σχέσεων της αιδίου Τριάδος: α) η σχέση Πατρός και Υιού αιδίως, β) η σχέση ακτίστου δημιουργού και κτιστού δημιουργήματος ως προβολή της αιδίου Τριάδος ad extra στη βάση του actus purus, γ) Η σχέση του ανθρώπου Ιησού με τον Θεό Πατέρα και δ) η σχέση του ανθρώπου Ιησού με την ανθρωπότητα. Ταυτοχρόνως από τις τέσσερις προκύπτει ρητά και ομολογημένα μια πέμπτη συζυγία, αυτή των αναγεννημένων εν Χριστώ προς τους υπολοίπους ανθρώπους. Όλες οι παραπάνω σχέσεις κατοπτρίζουν την analogia relationis, η οποία φανερώνει τον τρόπο υπάρξεως της αιδίου Τριάδος».

Και οι τρεις αυτές αναλογίες μεταξύ του Θεού και της κτίσεως (και του ανθρώπου), ήτοι αναλογία όντος, αναλογία πίστεως, αναλογία σχέσεων, είναι ξένες προς την ορθόδοξη διδασκαλία, γιατί δεν υπάρχει καμμιά ομοιότητα μεταξύ ακτίστου και κτιστού. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφει ότι «υπεράγνωστα και υπεράρρητα εστι, και τα της ουσιώδους ενώσεως και τα της υποστατικής διακρίσεως και τα της αμιγούς παντάπασι και αφύρτου συμφυίας». Γι’ αυτό και «ου δ’ υπόδειγμά εστί τούτων επί της κτίσεως ευρείν». Όλα του Θεού είναι υπεράγνωστα και υπεράρρητα τόσο τα της ουσιώδους ενώσεως μεταξύ των Προσώπων της Αγίας Τριάδος όσο και της υποστατικής διακρίσεώς τους, καθώς επίσης και τα της εντελώς αμιγούς και ασυγχύτου συμφυίας. Γι’ αυτό και δεν είναι δυνατόν να ευρεθή κανένα υπόδειγμα σε όλη την κτίση.

Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, εκφράζοντας όλη την πατερική παράδοση γράφει ότι στον Θεό ευρίσκονται τρία: ουσία, υποστάσεις και ενέργεια. Η ενέργεια είναι εξωτέρα, η υπόστασις ενδοτέρα και η ουσία ενδοτάτη. Ο Πατήρ «έλαβε σχέσιν να κοινωνηθή κατ’ ουσίαν με τον ομοούσιόν του Υιόν και με το Πνεύμα το άγιον∙ τον μεν απ’ αιώνος γεννών, το δε εκπορεύων»∙ ο Υιός «έλαβε σχέσιν να κοινωνηθή καθ’ υπόστασιν με την ανθρωπότητα»∙ και «η κοινή ενέργεια της μακαρίας Τριάδος ανατίθεται να κοινωνηθή κατά την ενέργειαν με τα λοιπά κτίσματα».

Επομένως, ο άνθρωπος μετέχει της ενεργείας του Τριαδικού Θεού και όχι της καθ’ υπόσταση και της κατ’ ουσία ενώσεως. Κατά τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη «οι Πατέρες τονίζουν ότι μεταξύ κτιστού και ακτίστου ή μεταξύ κτισμάτων και Θεού ουδεμία ομοιότης υπάρχει. Αυτό σημαίνει, επίσης, ότι δεν υπάρχει και καμμιά αναλογία μεταξύ τους, δηλαδή συσχέτισις ή σύγκρισις∙ που σημαίνει ότι δεν μπορούμε μέσω των κτισμάτων να γνωρίσωμε το άκτιστο, δηλαδή τον Θεόν, Αυτόν ή την ενέργειά Του» , αλλά μετέχουμε της ενεργείας του Θεού, διά της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως. Δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τον Θεό στα ενδότατα της ουσίας Του, ούτε μέσω των κτισμάτων, ούτε μέσω της λογικής επεξεργασίας, ούτε μέσω της Αγίας Γραφής, διότι «η Αγία Γραφή είναι οδηγός προς τον Θεόν, αλλά δεν έχει η περιγραφή του Θεού στην Αγία Γραφή καμμιά ομοιότητα με τον Θεόν».

Ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα Θεού. Ο Απόστολος Παύλος γράφει ότι ο Λόγος του Θεού «εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως» (Κολ. α΄, 15) και ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα του Λόγου. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης δίδασκε: «Η μόνη ακριβής εικών του Πατρός είναι ο Υιός και όχι ο κόσμος. Ο άνθρωπος δεν είναι η εικών του Θεού, αλλά επλάσθη κατ’ εικόνα. Η μόνη διαφορά μεταξύ Πατρός και Υιού είναι ότι ο Πατήρ είναι αγέννητος, και ο Υιός γεννητός. Ο άνθρωπος είναι αντίγραφο της δόξης του Θεού».

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ψάλλει: «Εικών ειμί της αρρήτου δόξης σου ει και στίγματα φέρω παταισμάτων». Γι’ αυτό και καλείται να μεθέξη της δόξης του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού και όχι να δη την ουσία του Θεού.

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης έχοντας υπ’ όψη του όλη αυτήν την πατερική διδασκαλία, καυτηρίαζε τους συγχρόνους θεολόγους που «κάνουν βόλτες» μέσα στο μυστήριο του Τριαδικού Θεού και με σχολαστική και υπαρξιακή φιλοσοφία ομιλούν για το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, συσχετίζοντας τον Τριαδικό Θεό με κτιστές και εμπαθείς καταστάσεις, και κάνουν λόγο για ελευθερία του Θεού από την ίδιά Του την ύπαρξη και διατυπώνουν πολλές άλλες ανοησίες και βλασφημίες.

Λέγει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων: «Και εγώ τεθαύμακα αεί των τολμηρών την φιλοπραγμοσύνην, των διά της νομιζομένης ευλαβείας εις ασέβειαν εκπιπτόντων».

Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφει, διά της θεωρίας του Θεού, ύστερα «από της καθ’ ησυχίαν αγωγής», «θεοποιείται ο άνθρωπος, ου της από των λόγων ή της των ορωμένων στοχαστικής αναλογίας» . «Η στοχαστική αναλογία» είναι μέθοδος της φιλοσοφίας.

Το συμπέρασμα είναι ότι γεμίσαμε σήμερα από στοχαστές θεολόγους που είναι «περιηγητές» στο μυστήριο της Αγίας Τριάδος, και κάνουν «στοχαστικές αναλογίες» μεταξύ Θεού και κτισμάτων, το οποίο είναι μια μεγάλη θεολογική αρρώστια της εποχής μας. Αλλά μεγάλοι θεολόγοι είναι όσοι ακολουθούν την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας και όχι όσοι μεταφέρουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία την σχολαστική, νεοσχολαστική και υπαρξιακή φιλοσοφία των ετεροδόξων, κάνοντας μια παρερμηνεία ή μια «μετακένωση», και τους οποίους γι’ αυτόν τον λόγο επαινούν οι ετερόδοξοι, ως μεγάλους θεολόγους!