Ο επαναστάτης της Κρήτης με το ράσο

Ο ιερομόναχος Παρθένιος Περίδης υπήρξε μια ηρωική μορφή. Σε όλη τη ζωή του αγωνίστηκε για την απελευθέρωση της Μεγαλονήσου από τον τουρκικό ζυγό και βοήθησε με κάθε τρόπο τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους

Από τον ΣΩΤΗΡΗ ΛΕΤΣΙΟ

Τα ράσα, το μπαστούνι, λίγα τάληρα στην τσέπη, το παράσημο που του απένειμε το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας για τη μεγάλη του προσφορά στην Ελλάδα και στην Ορθοδοξία αλλά και η τεράστια αγάπη του για την πατρίδα ήταν τα μοναδικά περιουσιακά στοιχεία, που άφησε πίσω του φεύγοντας από τη ζωή ο ιερομόναχος Παρθένιος Περίδης. Υπήρξε μια ηρωϊκή και δυναμική προσωπικότητα-πρότυπο διαχρονικό για τον ελληνικό κλήρο-ο οποίος αφιέρωσε όλο τον βίο του αγωνιζόμενος για την απελευθέρωση της Κρήτης από τον τουρκικό ζυγό και βοηθώντας με κάθε τρόπο τους φτωχούς και κατατρεγμένους.

Ο Παρθένιος είδε το φως της ζωής το 1810 στο χωριό Ρογδιά του Κισσάμου. Ο μικρός Νικόλαος-όπως ήταν το βαπτιστικό του -έζησε από κοντά τον ξεσηκωμό του 1821 και θαύμασε πολλούς από τους αγωνιστές, οι οποίοι περνούσαν από το χωριό του καθώς βάδιζαν προς τα πεδία των μαχών. Η ψυχή του συγκλονίστηκε όταν πληροφορήθηκε για τις σφαγές που είχαν διαπράξει οι Τούρκοι. Το γεγονός αυτό όμως διόλου δεν τον αποθάρρυνε. Αντιθέτως χαλύβδωσε τη συνείδησή του και αποτέλεσε το έναυσμα για τη δράση του τα κατοπινά χρόνια. Από τη μικρή του ηλικία έδειξε την κλίση προς την ιεροσύνη, ενώ αφιέρωνε και πολλές ώρες μαθητεύοντας στην τέχνη της ψαλτικής. Το 1834 πήρε την απόφαση και εκάρη μοναχός στη Μονή Οδηγήτριας Κυρίας Γωνιάς Κισσάμου (σημερινή Μονή Γωνιάς) λαμβάνοντας το όνομα Παρθένιος. Σε αυτό το μοναστήρι ο νεαρός Παρθένιος άρχισε σταδιακά να μυείται στο πνεύμα των αγωνιστικών κινητοποιήσεων δρώντας συνωμοτικά με τους υπόλοιπους μοναχούς.

Η δράση του Παρθένιου όπως και του ηγούμενου της Μονής της Οδηγήτριας άρχισε να γίνεται γνωστή στις οθωμανικές αρχές, με αποτέλεσμα να υποχρεωθούν και οι δύο τους να εγκαταλείψουν την Κρήτη και να καταφύγουν στην Υδρα. Τα επόμενα χρόνια ο Παρθένιος συνέχισε τις σπουδές του πρώτα στη Σύρο και στη συνέχεια στην Αθήνα, όπου εκεί έλαβε το πτυχίο της Θεολογίας από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εχοντας λάβει την απαραίτητη θεωρητική κατάρτιση επέστρεψε στην Κρήτη το 1852 και ξεκίνησε να διδάσκει στα σχολεία, ενώ παραλλήλως φρόντιζε και για την ίδρυση σχολείων στις πιο απομακρυσμένες περιοχές. Οι οθωμανικές αρχές έχοντας υπό στενή παρακολούθηση τις κινήσεις του Παρθένιου κατάφεραν το 1859 να πληροφορηθούν τις συνωμοτικές επαφές του με άλλα άτομα που βρισκόντουσαν στην Αθήνα. Οι Τούρκοι δεν έμειναν άπραγοι. Τον συνέλαβαν και τον μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκεί παρέμεινε έγκλειστος επί δύο χρόνια.

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΣΟΥΛΤΑΝΟ ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ

Οι δυσχέρειες δεν έκαμψαν το ηθικό του Παρθένιου. Εχοντας ανακτήσει και πάλι την ελευθερία του επέστρεψε στην Κρήτη αποφασισμένος να συμμετάσχει ακόμη πιο ενεργά στην επανάσταση του κρητικού λαού. Την Άνοιξη του 1866 οργάνωσε τις πρώτες συνελεύσεις των προυχόντων και των οπλαρχηγών στο μοναστήρι της Γωνιάς και στο οροπέδιο του Ομαλού Χανίων. Με πρωτοβουλία του Περίδη 98 αντιπρόσωποι από διάφορες περιοχές της Μεγαλονήσου υπέγραψαν ένα επαναστατικό κείμενο, ενώ στις 25 Μαΐου 1866 απέστειλαν διαμαρτυρία στον σουλτάνο. Η δεκαπενταμελής επαναστατική επιτροπή -επικεφαλής της οποίας ήταν ο Παρθένιος Περίδης- έστειλε και υπόμνημα στις μεγάλες δυνάμεις με το οποίο τους ζητούσε να απαλλάξουν το νησί από την οθωμανική κυριαρχία. Ο σουλτάνος όμως απέρριψε το κείμενο της διαμαρτυρίας, γεγονός που αποτέλεσε την αφορμή, ώστε στις 21 Αυγούστου 1866 να κηρυχθεί η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Για όσο διάστημα διαρκούσε η αγωνιστική αφύπνιση των Κρητών ο μοναχός Παρθένιος επιδείκνυε τις ηγετικές και οργανωτικές του ικανότητες, την σωματική αντοχή και την εγκαρτέρηση στις κακουχίες, ενώ σε όλες τις συζητήσεις με τους οπλαρχηγούς εντυπωσίαζε γιά την διορατικότητα και το διαλλακτικό του ύφος. Οι τουρκικές δυνάμεις κατάφεραν να καταστείλουν την επανάσταση στα τέλη του 1868, ενώ πολλοί αγωνιστές μεταξύ των οποίων και ο Παρθένιος δεν κατάφεραν ν’ αποφύγουν την σύλληψη.

Η απόδρασή του, η διεξαγωγή εράνων και το τέλος του

Από εκείνο το σημείο ξεκίνησε μια νέα Οδύσσεια για τον αγωνιστή ιερομόναχο. Αφού ενδιάμεσα πέρασε από την Κωνσταντινούπολη κατέληξε στις φυλακές της Τραπεζούντας. Της φυλακής τα σίδερα δεν ήταν όμως για τον Παρθένιο. Χρησιμοποιώντας διάφορα τεχνάσματα -και με την βοήθεια μελών της ελληνικής κοινότητας της Τραπεζούντας- κατάφερε να δραπετεύσει και να εγκατασταθεί στην Αθήνα το 1871. Με το που ανέλαβε καθήκοντα προέδρου στον Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο Κρητών της Αθήνας οργάνωσε αποστολές βιβλίων στην Κρήτη, ενώ το 1876 συμμετείχε στην προπαρασκευή νέας επανάστασης στο νησί.

Δεν περιορίστηκε όμως μόνο σε αυτές τις ενέργειες, αφού συγχρόνως ανέλαβε πρωτοβουλίες για την παροχή βοήθειας στους Ελληνες πρόσφυγες που είχαν εγκαταλείψει την Κρήτη όπως και για την διεξαγωγή εράνων με σκοπό την οικονομική ενίσχυσή τους. Πρωταγωνιστικό ρόλο είχε ο Παρθένιος και τη διάρκεια των επαναστατικών γεγονότων της περιόδου 1895-1898, τα οποία αρχικώς οδήγησαν στην ανεξαρτησία του νησιού και κατόπιν στην ένωση με την Ελλάδα. Τον Σεπτέμβριο του 1896 η Γενική Επαναστατική Συνέλευση των Κρητών του απεύθυνε ψήφισμα με το οποίο του εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του λαού της Κρήτης για την προσφορά του. Ωστόσο η υγεία του Παρθένιου άρχισε να κλονίζεται χρόνο με τον χρόνο, ενώ μετά δυσκολίας κατάφερνε να επιβιώνει αφού δεν διέθετε οικονομικούς πόρους.

Στα τέλη του 1899 -όταν βελτιώθηκε κάπως η υγεία του- επέστρεψε στην αυτόνομη πλέον Κρήτη και εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι της Γωνιάς. Εκλεισε τα μάτια του και παρέδωσε ειρηνικά την ψυχή του στον Κύριο στις 25 Αυγούστου 1903.

*Αναδημοσίευση από “Ορθόδοξη Αλήθεια”