Μειλίχιος Πατέρας της ορθόδοξης θεολογίας και υπερασπιστής του ησυχασμού

Ο Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1322, κορυφαία προσωπικότητα της υστεροβυζαντινής αναγέννησης

Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ

Το 1983 η Αγία μας Εκκλησία ενέγραψε στα αγιολογικά της δίπτυχα το όνομα του Οσίου Νικολάου Καβάσιλα.

Πρόκειται για μια κορυφαία προσωπικότητα, τόσο στον χώρο της ορθόδοξης θεολογίας όσο και σε εκείνον της υστεροβυζαντινής αναγέννησης, έναν άνδρα με βαθύτατα ορθόδοξο φρόνημα, ομόψυχο και ομόφρονα του υπέρμαχου του Ησυχασμού Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του Αγίου Φιλοθέου του Κόκκινου και των ευσεβών ορθόδοξων βασιλέων και αυτοκρατόρων της Κωνσταντινουπόλεως, Ανδρονίκου Γ’ του Παλαιολόγου και Ιωάννου ΣΤ’ του Κατακουζηνού.

Η γενέτειρα του Οσίου ήταν η Θεσσαλονίκη, η συμβασιλεύουσα και δεύτερη πόλη της αυτοκρατορίας. Το πατρικό επώνυμο ήταν Χαμαετός. Εκείνος όμως προτίμησε το επώνυμο της μητέρας του (Καβάσιλας), της οποίας αδελφός ήταν και ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Οσιος Νείλος Καβάσιλας.
Πιθανότερο έτος γεννήσεώς του είναι το 1322. Και αυτό τεκμαίρεται, όπως επισημαίνει ο αείμνηστος καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου, από το γεγονός ότι σε επιστολή του στην αυτοκράτειρα Αννα Παλαιολογίνα το έτος 1351 αναφέρει ότι δεν είχε ακόμη συμπληρώσει το 30ό έτος της ηλικίας του, άρα το πλησίαζε. Πιθανότερο πάλι έτος τής εις Κύριον εκδημίας του υπολογίζεται το 1392, διότι εμφανίζεται για τελευταία φορά ως παραλήπτης επιστολών από τον Ιωσήφ Βρυέννιο και τον Μανουήλ Β΄ το 1391.

Όπως ο ίδιος παρατηρεί σε εγκωμιαστικό λόγο του προς τον Μεγαλομάρτυρα Αγιο Δημήτριο, η Θεσσαλονίκη κατά την περίοδο εκείνη ήταν «μητρόπολις της φιλοσοφίας» και εκεί ο νεαρός Νικόλαος έλαβε την εγκύκλια μόρφωση, για να αναχωρήσει, διανύοντας την εφηβική του ηλικία, για την Κωνσταντινούπολη, όπου συνέχισε τις ανώτερες σπουδές του, στις οποίες περιλαμβάνονταν η Ρητορική, οι φυσικές επιστήμες και η Θεολογία.

Το 1341 ξεσπά νέος εμφύλιος πόλεμος στην εξασθενημένη αυτοκρατορία, ανάμεσα στους οπαδούς της φραγκικής καταγωγής Αννας Παλαιολογίνας, και του Μεγάλου Δομέστικου Ιωάννη Κατακουζηνού, τον οποίο ο εκλιπών αυτοκράτορας και φίλος του είχε ορίσει επίτροπο του θρόνου και προστάτη του διαδόχου του. Ο Νικόλαος δεν έλαβε μέρος στον εμφύλιο αυτόν, ήταν άλλωστε πολύ νεαρός στην ηλικία, αλλά, όταν το επόμενο έτος επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, βρέθηκε σε χειρότερη ακόμα φάση του εμφυλίου, διότι οι υποκινούμενοι από τους οπαδούς της Αννας Παλαιολογίνας ζηλωτές επαναστάτησαν και μετά τρεις μέρες σφαγών έγιναν κύριοι της καταστάσεως στη Θεσσαλονίκη, τον Ιούλιο του 1342. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι οι πραγματικοί λόγοι του εμφυλίου ήταν προσωπικές διαφορές και αντιζηλίες: Οι μεγαλογαιοκτήμονες αντίπαλοι του Καντακουζηνού, επιδιώκοντας να ακολουθήσουν τα δυτικά φεουδαρχικά πρότυπα και να αυτονομηθούν από την κεντρική εξουσία, προχώρησαν στη διαρπαγή των περιουσιών των αντιπάλων τους, παρασύροντας με το μέρος τους τούς υποτίθεται κοινωνικούς επαναστάτες ζηλωτές, των οποίων οι ηγέτες ήταν επίσης μέλη της αριστοκρατίας.

Η εμφύλια σύγκρουση έληξε με νίκη του Κατακουζηνού, χάρη στη σύνεση και την επιείκεια του οποίου η κατάσταση εξομαλύνθηκε. Ο Νικόλαος τότε προσκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον φίλο του Δημήτριο Κυδώνη, μάλλον με παρακίνηση του Κατακουζηνού. Ο αυτοκράτορας εκτίμησε ιδιαίτερα τις ικανότητες του Νικολάου και τον κατέστησε κύριο σύμβουλό του, μαζί με τον Κυδώνη. Ο ίδιος ο Καντακουζηνός γράφει στο βιβλίο των Ιστοριών του: « Πολλῆς αὐτοὺς ὁ βασιλεὺς (σ.σ. ο ίδιος δηλ. ο Ιωάννης ΣΤ΄ Κατακουζηνός) ἠξίου εὐμενείας καὶ ἐν πρώτοις μάλιστα ταῶν φίλων ἦγε καὶ ὁμιλητῶν».

Το 1347 Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Ισίδωρος, ο οποίος διετέλεσε δάσκαλος του Αγίου Νικολάου Καβάσιλα στη Θεσσαλονίκη. Εχοντας ταχθεί με την ορθόδοξη θέση στο ζήτημα του Ησυχασμού, ο Νικόλαος συνόδευσε στη Θεσσαλονίκη τον Αγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο οποίος μετέβη εκεί για την ενθρόνισή του. Η ζηλωτική έριδα δεν είχε κοπάσει εντελώς τον Σεπτέμβριο του 1347 και έτσι δεν κατέστη δυνατόν να γίνει η ενθρόνιση. Ετσι, ο Αγιος Γρηγόριος και ο ιερός Καβάσιλας αναχώρησαν για το Αγιον Ορος, ενώ ο τελευταίος αναχώρησε λίγο αργότερα για την Κωνσταντινούπολη. Πιθανότατα αργότερα συνόδευσε στη Θεσσαλονίκη τον αυτοκράτορα, στην εκστρατεία του που θα τερμάτιζε οριστικά τη στάση των ζηλωτών το 1350.

Το 1351 συνέρχεται στην Κωνσταντινούπολη η Σύνοδος που θα επικύρωνε τον θρίαμβο του ησυχασμού. Ωστόσο, στο σημείο αυτό χωρίστηκαν οι δρόμοι του ιερού Καβάσιλα και του παλιού του φίλου Δημήτριου Κυδώνη. Ο Κυδώνης στράφηκε κατά του ησυχασμού, ενώ αντιθέτως ο Αγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας συντάχθηκε προς τις ορθόδοξες θέσεις. Ετσι, και από πολιτικής πλευράς, ο Κυδώνης συμπαρατάχθηκε με τον λατινόφρονα διάδοχο και γαμβρό του Ιωάννη Κατακουζηνού, Ιωάννη Ε Παλαιολόγο και τη μητέρα του Αννα, ενώ ο Καβάσιλας έκλινε προς το μέρος του ορθόδοξου αυτοκράτορα Ιωάννη Στ’ Κατακουζηνού, πάντοτε όμως, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Π. Χρήστου, με τη μετριοπάθεια που τον χαρακτήριζε.

Η αντίθεσή του σε δογματικές υποχωρήσεις από τα ορθόδοξα δόγματα, η εγκατάλειψη της πολιτικής, ο μοναχικός βίος και τα πολύτιμα θεολογικά του συγγράμματα

Ανοιχτό εξάλλου παρέμενε και το ζήτημα της επαναπροσέγγισης με τους Ρωμαιοκαθολικούς. Ο Αγιος Νικόλαος δεν είχε αντίρρηση για τον σχετικό διάλογο, αλλά ήταν αντίθετος προς οποιεσδήποτε δογματικές ή εκκλησιολογικές υποχωρήσεις από τα ορθόδοξα δόγματα. Αντίθετα, ο επηρεασμένος από την ανερχόμενη τότε σχολαστική θεολογία της Δύσης είχε ταχθεί υπέρ της άνευ όρων ενώσεως με τη Ρώμη.

Ο αυτοκράτωρ Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός, και ως βαθύτατα ορθόδοξος αλλά και ως οξυδερκής πολιτικός, έχοντας πάντα υπόψη το χείριστο προηγούμενο του Μιχαήλ Ή’ Παλαιολόγου, που είχε επιδεινώσει την κατάσταση, ήταν πεπεισμένος ότι ένα τέτοιο θέμα ανήκε στην αρμοδιότητα της Εκκλησίας και μόνο. Πρότεινε λοιπόν, όπως φαίνεται με προτροπή του Νείλου Καβάσιλα, αλλά και του ανιψιού του Νικολάου, τη σύγκληση μιας οικουμενικής συνόδου των επισκόπων Ανατολής και Δύσης σε έναν ενδιάμεσο τόπο, προκειμένου να τεθούν ξανά οι διαφορές και τα προβλήματα.

Ωστόσο δεν πρόλαβε, γιατί εν τω μεταξύ ανήλθε στον θρόνο ο ενηλικιωμένος πλέον διάδοχος Ιωάννης Ε’. Τόσο αυτός όσο και ο Κυδώνης έφτασαν στο σημείο να προσχωρήσουν στον ρωμαιοκαθολικισμό. Μόνο ελάχιστοι διανοούμενοι τους ακολούθησαν. Ο λαός στο σύνολό του δεν πείστηκε ποτέ.

Ο Αγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας εγκατέλειψε τότε οποιαδήποτε ανάμειξη με την πολιτική. Στα εκκλησιαστικά πράγματα στάθηκε πάντα στο πλευρό του Πατριάρχη Φιλοθέου. Το 1362 αναχώρησε για τη γενέτειρά του. Οταν έφτασε εκεί, πληροφορήθηκε τον πρόσφατο θάνατο του πατέρα του, ενώ τον επόμενο χρόνο εκοιμήθη και ο θείος του, ο όσιος Νείλος Καβάσιλας. Η μητέρα του έγινε μοναχή, με το όνομα Θεοδώρα.

Φαίνεται ότι αμέσως μετά ακολούθησε και ο ιερός Νικόλαος τον μοναχικό βίο και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, κατά τη δεύτερη πατριαρχία του Αγίου Φιλοθέου του Κόκκινου. Εζησε τα τελευταία του χρόνια στο μοναστήρι των Μαγγάνων. Ηρεμα και διακριτικά, επισημαίνει ο καθηγητής Χρήστου, όπως έζησε σε όλη του τη ζωή, αναχώρησε για την ουράνια Βασιλεία το 1392. Η Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 20 Ιουνίου.

Τα συγγραφικά έργα του Αγίου Νικολάου του Καβάσιλα δεν θα ήταν υπερβολή να χαρακτηριστούν από τα καλύτερα της εκκλησιαστικής γραμματείας, όπως επισημαίνει και ο Παναγιώτης Χρήστου. Είναι ολοφάνερο σε αυτά το συγγραφικό τάλαντο του δημιουργού τους, καθώς και μια πηγαία εκφραστική δύναμη, ενώ διακρίνονται για τη χάρη, την κομψότητα του λόγου, την πειθώ και τη γνησιότητα του ορθοδόξου φρονήματος του συγγραφέα. Ο Γεώργιος Σχολάριος (μετέπειτα Πατριάρχης Αγιος Γεννάδιος) τα χαρακτηρίζει στολίδι της Εκκλησίας: «Κόσμος εἰσὶ τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ».

Κορυφαία θεολογικά του συγγράμματα είναι το έργο «Περὶ ταῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς», που αποτελεί, θα λέγαμε, μιαν ανατομία της πνευματικής ζωής, τοποθετημένης στο πλαίσιο των ιερών μυστηρίων, που αποτελούν επέκταση και πολλαπλασιασμό του Μυστηρίου της Θείας Ενανθρωπήσεως.

Το άλλο σπουδαίο θεολογικό του σύγγραμμα τιτλοφορείται «Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας», στο οποίο, ακολουθώντας την πορεία της λειτουργίας κυρίως του Ιερού Χρυσοστόμου, την ερμηνεύει σε 52 κεφάλαια.

Έγραψε επίσης τουλάχιστον τέσσερα φιλοσοφικά κείμενα, αναφερόμενα σε θέματα κοσμικής σοφίας και επιστήμης, υπό το πρίσμα πάντοτε της χριστιανικής πίστης. Το ένα από αυτά νουθετεί τους συμπολίτες του για ομόνοια κατά τη διάρκεια των εμφύλιων πολέμων, χρησιμοποιώντας παραστάσεις της Αθήνας του 6ου αιώνα π.Χ.

Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται επίσης πανηγυρικοί λόγοι με αναφορά στα Θεία Πάθη, στη Θεοτόκο, στον Αγιο Δημήτριο, στους Τρεις Ιεράρχες, στον Αγιο Νικόλαο κ.ά. Επίσης, σώζονται 17 επιστολές του, 13 σύντομα επιγράμματα και δύο κοινωνικά δοκίμια κατά των τοκιστών, ένα εκ των οποίων υπέβαλε στη βασίλισσα Αννα Παλαιολογίνα. Έγραψε επίσης έναν λόγο στον οποίο επικρίνει την απόσπαση της εκκλησιαστικής περιουσίας από την πολιτική εξουσία.

Ο Ιερός Καβάσιλας συνέδεσε τη ζωή και το έργο του με τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη κατά τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους, κατά τον τελευταίο αιώνα ζωής της χριστιανικής ρωμαίικης αυτοκρατορίας μας.

ENAΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΤΕΡΟΥΣ ΝΗΠΤΙΚΟΥΣ

Όπως παρατηρεί ο καθηγητής Π. Χρήστου στο βιβλίο τού Κέντρου Αγιολογικών Μελετών της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, «Αγιολόγιον της Θεσσαλονίκης – τόμος β’», που εκδόθηκε το 1997 από την Ιερά Μονή Αγίας Θεοδώρας στη Θεσσαλονίκη, «η μετριοπάθεια και η μειλιχιότης μπορεί να συνετέλεσαν ώστε κατά τους χρόνους του να επισκιαστεί από άλλους δυναμικότερους θεολόγους, του έδωσαν όμως αργότερα τέτοιο κύρος, ώστε να εκτιμάται γενικώς ως ένας από τους στερεότερους παράγοντες της ορθοδόξου θεολογίας και ως ένας από τους ορθοδοξότερους νηπτικούς της Εκκλησίας».

*Αναδημοσίευση από “Ορθόδοξη Αλήθεια”