Κύπρος: Διαδρομή στην ιστορία, 50 έτη μετά την εισβολή

Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ

«Δακρυσμένο πουλί, στὴν Κύπρο τὴ θαλασσοφίλητη
ποὺ ἔταξαν γιὰ νὰ μοῦ θυμίζει τὴν πατρίδα,
ἄραξα μοναχὸς μ᾿ αὐτὸ τὸ παραμύθι,
ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς αὐτὸ εἶναι παραμύθι»
Γ. Σεφέρης

Στις 20 Ιουλίου του 1974 τα τουρκικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Κύπρο. Σε μια στρατιωτική επιχείρηση που είχε δύο φάσεις, κατέλαβαν το 38% του εδάφους της Μεγαλονήσου, το οποίο έκτοτε παραμένει υπό κατοχή και οι εισβολείς προχώρησαν στη δημιουργία τετελεσμένων με την ανακήρυξη μιας παράνομης κρατικής οντότητας στο κατεχόμενο βόρειο κομμάτι, προβαίνοντας σε συστηματική εθνοκάθαρση, πληθυσμιακή και πολιτισμική, σε βάρος των Ελλήνων της Κύπρου.

Ως εκδήλωση μνήμης και τιμής στον Ελληνισμό της μαρτυρικής Μεγαλονήσου, επιλέξαμε να κάνουμε μια σύντομη ιστορική διαδρομή στην Ιστορία του αναπόσπαστου και τόσο πονεμένου τμήματος του Ελληνισμού και της Ρωμιοσύνης, που για αιώνες βρέθηκε να αντιστέκεται στους κατακτητές από Βορρά (Σταυροφόροι και Αγγλοι) και Ανατολή (Αραβες και Τούρκοι):

«Ἦρθαν μὲ τὰ χρυσὰ σειρήτια
τὰ πετεινὰ τοῦ Βορρᾶ καὶ τῆς Ἀνατολῆς τὰ θηρία!
Καὶ τὴ σάρκα μου στὰ δύο μοιράζοντας
καὶ στερνὰ στὸ συκώτι μου ἐπάνω ἐρίζοντας
ἔφυγαν…
…Καὶ τὴν ἠχὼ σταλμένη ἀπὸ τὰ περασμένα
ὅλοι ἀκούσαμε καὶ γνωρίσαμε…»

Ο ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Άμαντος (στον οποίον το 1911 είχε ανατεθεί από την ελληνική κυβέρνηση η διεύθυνση των δύο γυμνασίων της Λευκωσίας στην αγγλοκρατούμενη τότε Κύπρο και ο οποίος ένωσε τα δύο εκείνα γυμνάσια στο Παγκύπριο Γυμνάσιο), συνέγραψε, μεταξύ άλλων, και μία σύντομη Ιστορία της Κύπρου, το έτος 1956, όταν δηλαδή βρισκόταν εν εξελίξει ο κυπριακός αγώνας για την αποτίναξη της βρετανικής τυραννίας και την ενσωμάτωση του νησιού στη μητέρα πατρίδα. Το βιβλίο αυτό στάθηκε πολύτιμη πηγή για το παρόν αφιέρωμα.

Οι πρώτοι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο τον 13ο αιώνα π.Χ. Οι Φοίνικες που είχαν επίσης εγκατασταθεί, εν τέλει αφομοιώθηκαν από το ελληνικό στοιχείο και οι μεγάλες πόλεις της Κύπρου είχαν Έλληνες οικιστές, όπως προκύπτει από τις ονομασίες τους: Σαλαμίς (κατά τον θρύλο την ίδρυσε ο Τεύκρος, αδελφός του Αίαντα), Κούριο, που μάλλον ήταν αποικία του Άργους, ενώ κάποιος θρύλος θέλει και τους Σόλους να έχουν ιδρυθεί από τον Σόλωνα, τον σοφό νομοθέτη των Αθηνών, όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη του.

Πολλοί επιχείρησαν (ή και κατόρθωσαν προσωρινά) να κατακτήσουν την Κύπρο. Ασσύριοι, Αιγύπτιοι, Πέρσες. Κανένας τους όμως δεν κατόρθωσε να επιβληθεί πολιτισμικά στους Έλληνες που κατοικούσαν στο νησί.

Μετά τον θρίαμβο των Ελλήνων στους Μηδικούς πολέμους του 5ου αιώνα, οι Έλληνες στρατηγοί έσπευσαν να βοηθήσουν τους Κύπριους ομοεθνείς τους. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το όνομα του Κίμωνα, ο οποίος, ακόμα και νεκρός, ανάγκασε τον περσικό στόλο να υποχωρήσει μπροστά στον στόλο των Αθηναίων, μόνο στο άκουσμα του ονόματός του.

Ο βασιλιάς της Σαλαμίνας Ευαγόρας, ίσως ο μεγαλύτερος πολιτικός ηγέτης της αρχαίας Κύπρου, εργάστηκε ιδιαίτερα για τη σύσφιξη των σχέσεων ανάμεσα στους Έλληνες της Κύπρου και της μητροπολιτικής Ελλάδας και για τις υπηρεσίες που προσέφερε τιμήθηκε πολλές φορές από την Αθηναϊκή Δημοκρατία, ενώ ο Ισοκράτης τού αφιέρωσε πανηγυρικό εγκώμιο.

Οι Πέρσες εγκατέλειψαν οριστικά την Κύπρο μετά τη νικηφόρα εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι Κύπριοι βοήθησαν αποφασιστικά με τον στόλο τους στην κατάληψη της Τύρου από τον Μακεδόνα στρατηλάτη, ο οποίος, με την πολιτική οξυδέρκεια που τον διέκρινε, αντιλήφθηκε έγκαιρα ότι το οικουμενικό κράτος που ίδρυσε, το οποίο αποτελείτο από πανσπερμία εθνών, έπρεπε να κυβερνηθεί στη βάση της ισονομίας και του σεβασμού της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας κάθε έθνους.

Αυτό απαιτούσε μια ανώτερη αντίληψη περί δικαιοσύνης, αρετής και συναδέλφωσης των λαών. Μέσα στο πνεύμα αυτό αναπτύσσει στους ελληνιστικούς χρόνους τη διδασκαλία του ο Κύπριος ιδρυτής της στωικής φιλοσοφίας Ζήνων ο Κιτιεύς. Μια φιλοσοφία που επρόκειτο να κυριαρχήσει στη σκέψη των λαών των ελληνιστικών βασιλείων και αργότερα της Ρώμης.

Μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, οι επίγονοί του συγκρούστηκαν μεταξύ τους για τη διανομή του αχανούς κράτους του. Η Κύπρος περιήλθε στο βασίλειο των Πτολεμαίων. Ακολουθώντας τη μοίρα όλου του Ελληνισμού, έγινε στη συνέχεια τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η Ρώμη θα παρέδιδε τη σκυτάλη στο εξελληνισμένο μόρφωμα που τη διαδέχθηκε: στο Βυζάντιο, ή ορθότερα την Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, τη Ρωμανία.

Η Εκκλησία της Κύπρου είναι αρχαιότατη Αποστολική Εκκλησία, την οποία ίδρυσαν οι Άγιοι Απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας. Πνευματικοί τους διάδοχοι ήταν ο Αγιος Ηρακλείδιος, Επίσκοπος Ταμάσου, ο Άγιος Αυξίβιος, Επίσκοπος Σόλων, ο Άγιος Τύχων, Επίσκοπος Αμαθούντος και μια πλειάδα Αγίων Επισκόπων. Οι περισσότεροι από τους Επισκόπους της Κύπρου είναι επισήμως αναγνωρισμένοι Άγιοι. Θα ξεχωρίζαμε ανάμεσά τους, χωρίς να υπάρχει πρόθεση να αδικήσουμε τους υπόλοιπους, τον Άγιο Σπυρίδωνα, Επίσκοπο Τριμμυθούντος, που συμμετείχε στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο, τον Άγιο Επιφάνιο, Επίσκοπο Σαλαμίνος (μολονότι δεν ήταν Κύπριος στην καταγωγή) και τον Άγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα, Επίσκοπο Αλεξανδρείας, με καταγωγή από τη σημερινή Λεμεσό, της οποίας είναι και πολιούχος.

Για να έχουμε μια εικόνα της εξάπλωσης του χριστιανισμού στο νησί, θα αναφέρουμε μόνο ότι στη Σύνοδο της Σαρδικής το 343 μ.Χ. συμμετείχαν δώδεκα Επίσκοποι από την Κύπρο, αριθμός που προϋποθέτει πολύ μεγάλο αριθμό πιστών. Η παράδοση της Αγιότητας συνεχίστηκε αδιάκοπη ως τις μέρες μας.

Η Αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Μεγαλονήσου

Οι πολιτικές και οι εκκλησιαστικές καταστάσεις έδειξαν από νωρίς την ανάγκη διοικητικής αυτονόμησης της Εκκλησίας της Κύπρου και την ανάθεση εθναρχικού ρόλου στον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο του νησιού. Έτσι, στη Γ΄ εν Εφέσω Αγία Οικουμενική Σύνοδο αναγνωρίστηκαν η αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Κύπρου και τα προνόμια του Αρχιεπισκόπου της και επικυρώθηκαν και από τον αυτοκράτορα. Έκτοτε η Κύπρος αποτελεί την πρώτη τη τάξει Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία και σε συνοδικές πατριαρχικές λειτουργίες ο Αρχιεπίσκοπός της μνημονεύεται αμέσως μετά τους 4 Πατριάρχες των πρεσβυγενών Πατριαρχείων.

Ο δύσβατος γολγοθάς της Μεγαλονήσου που συνεχίζεται μέχρι σήμερα

Όλη εκείνη η περίοδος, από την ένωση της Κύπρου με το βασίλειο των Πτολεμαίων, το 318 π.Χ., μέχρι τα μέσα του 7ου μ.Χ. αιώνα, στην αρχή δηλαδή της μεταβυζαντινής περιόδου, και τη σχεδόν αδιατάρακτη ειρήνη στη ΝΑ Μεσόγειο (οι περσικές επιδρομές δεν επηρέασαν την Κύπρο, πέραν της υποδοχής ομοδόξων προσφύγων από τη Συρία και την Παλαιστίνη), η Κύπρος γνώρισε μεγάλη ευημερία σε όλους τους τομείς και ο πληθυσμός του νησιού αυξήθηκε σημαντικά.

Η προέλαση των οπαδών της θρησκείας του Μωάμεθ επέφερε κοσμοϊστορικές αλλαγές στην καθ’ ημάς Ανατολή και πέρα από αυτήν. Τα ανατολικά εδάφη της χριστιανικής μας αυτοκρατορίας πέρασαν κατά το μεγαλύτερο μέρος στην αραβική κυριαρχία, ενώ η περσική αυτοκρατορία υποτάχτηκε στους μουσουλμάνους και σύντομα εξισλαμίστηκε. Πολλοί πρόσφυγες από τη Συρία και την Παλαιστίνη αναγκάστηκαν για άλλη μια φορά να καταφύγουν στην Κύπρο. Όμως και η ίδια η Μεγαλόνησος μπήκε στην τροχιά του πολέμου και οι Άραβες πειρατές λεηλατούσαν τις πόλεις και τα χωριά της. Ο πληθυσμός της μειώθηκε σημαντικά. Αλλά η εθναρχούσα Εκκλησία κράτησε τους Ρωμηούς ασάλευτους στην πίστη και την εθνική τους ιδιοπροσωπία.

Η Ρωμιοσύνη, ωστόσο, άλλη μια φορά αναστήθηκε από την τέφρα της, σαν τον μυθικό φοίνικα. Οι αυτοκράτορες της Μακεδονικής Δυναστείας ανόρθωσαν το κράτος, αναδιοργάνωσαν τον στρατό και πέρασαν στην αντεπίθεση κατά των εξ Ανατολών εχθρών, με πρόμαχους τους ακρίτες και τους μεγάλους αυτοκράτορες στρατηγούς, όπως ο Βασίλειος Α’, ο ιδρυτής της δυναστείας, ο Ρωμανός Λεκαπηνός, ο Νικηφόρος Φωκάς, ο Ιωάννης Τσιμισκής, ο Βασίλειος Β’.

Ο Νικηφόρος Φωκάς, στρατηγός ακόμη (δομέστικος των Σχολών, κατά τον βυζαντινό τίτλο), απελευθέρωσε την Κρήτη αρχικά και όταν αμέσως μετά στέφθηκε αυτοκράτορας, ο στρατηγός του Νικήτας Χαλκούτζης έδιωξε τους Άραβες από την Κύπρο. Το νησί ενσωματώθηκε ξανά στον εθνικό κορμό. Η ευτυχισμένη αυτή περίοδος θα διαρκούσε περίπου δύο αιώνες ακόμα, μέχρι την πραξικοπηματική διακυβέρνηση του αποστάτη στρατηγού Ισαακίου Κομνηνού, που έγινε αιτία το νησί να καταληφθεί αρχικά από τον Ριχάρδο Γ΄ τον Λεοντόκαρδο, ο οποίος το πούλησε στους Γάλλους Σταυροφόρους του οίκου Λουζινιάν.

Από κει και πέρα άρχισε για την Κύπρο ένας μακρύς και δύσβατος γολγοθάς, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Και μέσα σε όλη αυτή τη διαδρομή του αίματος και των δακρύων, όπου ο ένας τύραννος εναλλασσόταν με τον άλλον, οι Έλληνες της Κύπρου κράτησαν ακμαίο το εθνικό τους φρόνημα και την πίστη τους στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Οι Φραγκολατίνοι κατακτητές έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να δικαιώσουν απόλυτα το γνωστό απόφθεγμα των Ανθενωτικών: «Κρεισσότερόν ἐστιν εἰδέναι φακιόλιον Τούρκων βασιλεῦον ἐν μέσῃ τῇ Πόλει, ἢ καλύπτραν λατινικήν». Οι Λουζινιάν μοίρασαν κατά τον φεουδαλικό τρόπο τα εδάφη του νησιού στους βαρόνους και τους ιππότες, υποχρεώνοντας τους ορθόδοξους Έλληνες να εργάζονται σαν δουλοπάροικοι για τους τυράννους τους. Οι φεουδάρχες πλούτισαν από την εκμετάλλευση της εργασίας των δουλοπαροίκων τους, ενώ οι τελευταίοι δεν μπορούσαν να απολαύσουν τίποτα από το προϊόν της εργασίας τους.

Επιπλέον οι Καθολικοί κατέλαβαν όλη την περιουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και επέβαλαν Λατίνο Αρχιεπίσκοπο στο νησί. Κατά την περίοδο αυτή έχουμε και το Μαρτύριο των Δεκατριών Οσιομαρτύρων της Καντάρας.

Το 1489 οι Βενετοί κατέλαβαν την Κύπρο σχεδόν αμαχητί από τους Λουζινιάν, αλλά η κατάσταση των Ελλήνων ορθοδόξων δεν καλυτέρευσε σε τίποτα. Και, επιπλέον, από την πρώτη ήδη χρονιά της βενετικής κυριαρχίας άρχισαν οι επιδρομές των Οθωμανών, που λεηλάτησαν την Καρπασία και τη Λεμεσό, αιχμαλωτίζοντας πολλούς κατοίκους που τους πούλησαν ως σκλάβους. Εν τέλει, το 1571 το νησί περιήλθε στην κυριαρχία των Οθωμανών.

Οι εξισλαμισμοί στους οποίους δεν υπέκυψαν οι ορθόδοξοι, οι κρυπτοχριστιανοί και η προδοσία της μητέρας Ελλάδας

Η εκδικητική μανία των Οθωμανών στράφηκε κυρίως εναντίον των Φράγκων. Τότε μετατράπηκε σε τζαμί και η Αγία Σοφία στη Λευκωσία και παραμένει ως σήμερα. Αντιθέτως, στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι Τούρκοι έδειξαν μετριοπαθή στάση και μάλιστα αναγνώρισαν εκ νέου ορθόδοξο Αρχιεπίσκοπο, που είχαν στερήσει οι Φραγκολατίνοι στους ορθοδόξους για τόσους αιώνες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο ορθόδοξος πληθυσμός υπέφερε λιγότερο από τους Γενιτσάρους που διασκορπίστηκαν στο νησί.

Οι καθολικοί κατά μεγάλο μέρος έσπευσαν να αλλαξοπιστήσουν για να μη χάσουν τις περιουσίες τους. Οι ορθόδοξοι Ρωμιοί δεν υπέκυψαν στους εξισλαμισμούς, εκτός μιας μικρής μειοψηφίας που δεν άντεχε το βάρος της φορολογίας. Από αυτούς προήλθαν οι σημερινοί Τουρκοκύπριοι, ενώ ένα μέρος τους έγιναν κρυπτοχριστιανοί, γνωστοί ως λινοβάμβακοι.

Η Εκκλησία κατέβαλε προσπάθειες για τη βελτίωση της καταστάσεως των ορθοδόξων Ελλήνων υπό τη νέα κυριαρχία και εν πολλοίς το κατόρθωσε. Ενισχύθηκε ο εθναρχικός ρόλος του Αρχιεπισκόπου καθώς και των δραγουμάνων, οι οποίοι κατέστησαν απαραίτητοι για την επικοινωνία των Τούρκων με τους δυτικούς, όπως συνέβαινε και με τις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Τα βεράτια που δόθηκαν στους αρχιερείς ενίσχυσαν τον ρόλο τους και διευκόλυναν στην παροχή βοήθειας στους χριστιανούς.

Παρ’ όλα τα προνόμια όμως και την καλή θέληση των σουλτάνων, οι τοπικοί διοικητές προχωρούσαν συχνά σε αυθαίρετες και αθέμιτες ενέργειες σε βάρος των υποτελών Ρωμιών. Καθώς μάλιστα η Κύπρος ήταν αρκετά απομακρυσμένη από την πρωτεύουσα, οι δυνατότητες για τέτοιες αυθαιρεσίες ήταν ακόμη μεγαλύτερες. Κάποιοι ήταν τόσο αδίστακτοι και αυταρχικοί, ώστε ακόμα και οι Τούρκοι συνεργάζονταν με τους ορθόδοξους αρχιερείς και δραγουμάνους για να τους απομακρύνουν. Ένας τέτοιος τυραννικός τοπάρχης διοικούσε τη μαρτυρική Μεγαλόνησο το 1821. Το όνομα αυτού, Κιουτσούκ Μεχμέτ πασάς.

Ο Κιουτσούκ Μεχμέτ μολονότι γνώριζε ότι οι Έλληνες Κύπριοι δεν μπορούσαν να οργανώσουν επανάσταση στο νησί, γιατί ήταν άοπλοι, επιδίωξε επίμονα να τους ενοχοποιήσει στην Πύλη, επειδή ήθελε να δημεύσει τις περιουσίες τους. Εν τέλει το πέτυχε. Η 9η Ιουλίου 1821 αποτελεί ορόσημο στην Ιστορία του Κυπριακού Ελληνισμού. Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, οι συνοδικοί αρχιερείς και οι πρόκριτοι τελειώθηκαν στην αγχόνη και οι περιουσίες των προκρίτων δημεύτηκαν.

Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού προς τον τύραννο, όπως αποτυπώνονται στο ποίημα του Βασίλη Μιχαηλίδη:

«Ή Ρωμιοσύνη έν’ φυλή συνότζαιρη του κόσμου.
Κανένας δέν εύρέθητζεν για νά την ήξηλείψη,
κανένας, γιατί σιέπει την πού τ’ άψη ό Θεός μου.
Ή Ρωμιοσύνη έν νά χαθή, οντας ό κόσμος λείψη»!

Το 1878, βάσει συμμαχικής συμφωνίας Βρετανίας και Τουρκίας, η Κύπρος περιήλθε υπό οθωμανική κατοχή. Προς στιγμήν οι Έλληνες του νησιού χάρηκαν που θα απαλλάσσονταν από την οθωμανική κυριαρχία. Όμως οι νέοι κατακτητές θα έδειχναν αμέσως σχεδόν το πραγματικό τους πρόσωπο. Η Αγγλία θα κατείχε το νησί με φόρο υποτέλειας στην Τουρκία. Τον φόρο αυτόν όμως τον επιβαρύνθηκαν οι Κύπριοι, ενώ η ίδια η Τουρκία ποτέ δεν εισέπραξε αυτόν τον φόρο. Οι Άγγλοι τον χρησιμοποίησαν για να πληρώσουν τόκους των παλαιών δανειστών της Τουρκίας.

Οπωσδήποτε η αγγλική κυριαρχία βελτίωσε την κατάσταση σε κάποιους τομείς, αλλά οι ελπίδες των Κυπρίων αδελφών μας ότι η κατάσταση θα οδηγούσε σε ένωση με την Ελλάδα διαψεύστηκαν οικτρά.

Στη νεότερη Ιστορία η αναφορά μας θα είναι σύντομη. Οι πολιτικές πρωτοβουλίες για την ένωση, στις οποίες πρωτοστάτης ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’, δεν τελεσφόρησαν και οι Κύπριοι προχώρησαν στον ένοπλο αγώνα, με την ίδρυση της ΕΟΚΑ και στρατιωτικό αρχηγό τον Γεώργιο Γρίβα. Η επανάσταση άρχισε την 1η Απριλίου 1955 και έγραψε κάποιες από τις λαμπρότερες, ηρωικότερες και ευγενέστερες σελίδες της Ελληνικής Ιστορίας. Το ελλαδικό κράτος μολονότι δίσταζε να στηρίξει τον αγώνα των αδελφών Κυπρίων, αναγκάστηκε να το κάνει υπό την πίεση του ελληνικού λαού.

Όμως ο αγώνας εκείνος μέχρι σήμερα παραμένει αδικαίωτος. Το βόρειο κομμάτι του νησιού, μετά την εισβολή της Τουρκίας πριν από 50 χρόνια, βρίσκεται ακόμα υπό κατοχή. Τα ιερά προσκυνήματα του Αγίου Ανδρέα, του Αποστόλου Βαρνάβα, του Αγίου Επιφανίου, του Αγίου Μάμαντος και όλα τα ιερά της βόρειας Κύπρου μένουν φυλακισμένα, σαν τα μνήματα των αγωνιστών της ΕΟΚΑ:

«Ὁ Θεός, ἤλθοσαν ἔθνη εἰς τὴν κληρονομίαν σου, ἐμίαναν τὸν ναὸν τὸν ἅγιόν σου, ἐνεπύρισαν ἐν πυρὶ τὸ ἁγιαστήριόν σου, τὰ θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν καὶ τοὺς προφήτας σου ἀπέκτειναν ἐν ρομφαίᾳ…»

Ο διεθνής παράγοντας, αλλά δυστυχώς και η ίδια η μητέρα Ελλάδα, φαίνεται να έχουν στρέψει το βλέμμα αλλού. Οι ισχυροί της γης «τὰ μὲν ἡδέα καλὰ νομίζουσι, τὰ δὲ συμφέροντα δίκαια».

Την ύβρη την ακολουθεί η συντριβή

Ο νομπελίστας ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης αγάπησε ιδιαίτερα την Κύπρο. Ως διπλωμάτης έζησε τις μηχανορραφίες των ισχυρών της γης σε βάρος του μαρτυρικού μας νησιού. Και την καταγράφει με τον δικό του τρόπο στο ποίημα «Σαλαμίνα της Κύπρος»:

…Κύριε, βόηθα νὰ θυμόμαστε
πῶς ἔγινε τοῦτο τὸ φονικὸ-
τὴν ἁρπαγὴ, τὸ δόλο, τὴν ἰδιοτέλεια,
τὸ στέγνωμα τῆς ἀγάπης-
Κύριε, βόηθα νὰ τὰ ξεριζώσουμε…
…τὴ γνώμη τῶν δυνατῶν ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ τὴ γυρίσει;
ποιὸς θὰ μπορέσει ν᾿ ἀκουστεῖ;

Ωστόσο, ως γνώστης της παράδοσής μας, ξέρει καλά εκείνο που ανέκαθεν γνώριζε η ελληνική σκέψη: Ότι την ύβρη την ακολουθεί η συντριβή. Το ίδιο έγινε στο παρελθόν με πολλές μεγάλες αυτοκρατορίες. Το ίδιο θα συμβεί και τώρα, αργά ή γρήγορα:

-Ναὶ- ὅμως ὁ μαντατοφόρος τρέχει
κι ὅσο μακρὺς κι ἂν εἶναι ὁ δρόμος του, θὰ φέρει
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ γύρευαν ν᾿ ἁλυσοδέσουν τὸν Ἑλλήσποντο
τὸ φοβερὸ μήνυμα τῆς Σαλαμίνας.
Φωνὴ Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων.
Νῆσός τις ἔστι.

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”