Ἀπό τόν Διαφωτισμό στήν Μετανεωτερικότητα καί τό Woke κίνημα

του Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Στόν Εὐρωπαϊκό κόσμο -στήν Δύση- ἐπειδή ἐπικράτησε γιά αἰῶνες ἡ σχολαστική θεολογία μέ τήν μεταφυσική καί τόν φεουδαλισμό (11ος – 13ος αἰ.), γι’ αὐτό δημιουργήθηκαν διάφορες ἀντιδράσεις καί ἀνακατατάξεις. Μετά τόν σχολαστικισμό ἀκολούθησαν ὁ νομιναλισμός (14ος αἰ.), ἡ Ἀναγέννηση (15ος αἰ.), ἡ Μεταρρύθμιση (16ος αἰ.), ὁ Διαφωτισμός (17ος – 18ος αἰ.), ὁ Γερμανικός ἰδεαλισμός (19ος αἰ.), ὁ Ρομαντισμός (19ος αἰ.), ὁ Ὑπαρξισμός (20ος αἰ.), ὁ Νεοθωμισμός (19ος – 20ός αἰ.) καί ἄλλα παρεμφερῆ ἰδεολογικά ρεύματα πού δημιούργησαν θεολογικές, φιλοσοφικές, κοινωνικές καί πολιτικές ἀνακατατάξεις στήν Εὐρώπη καί πολλά ἀπό αὐτά τά ρεύματα μέ τήν μετανάστευση πέρασαν καί στήν Ἀμερική, ἀλλά ἐπηρέασαν καί τόν δικό μας χῶρο.

Στό κείμενο πού ἀκολουθεῖ θά ἐντοπισθῆ τί εἶναι ὁ Διαφωτισμός καί πῶς ἀπό αὐτόν περάσαμε στήν ἐποχή μας στήν ὁποία κυριαρχεῖ κυρίως ἡ μετανεωτερικότητα – ὁ μεταμοντερνισμός καί ἡ Woke κουλτούρα. Τό θέμα εἶναι σοβαρό, καί πρέπει νά δοῦμε τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα πού διέπουν τήν ἐποχή μας, στήν μεγάλη πλειονότητα.

1.  Ἡ ἱστορία τοῦ δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ

῞Οταν κάνουμε λόγο γιά Διαφωτισμό, ἐννοοῦμε τήν κίνηση ἐκείνη πού ἐπιζητοῦσε νά παραμερίση ὅλες τίς τότε παραδόσεις καί αὐθεντίες, δηλαδή τήν μεταφυσική θεολογία καί τόν φεουδαλισμό, καί νά λύση ὅλα τά θεωρητικά καί πρακτικά προβλήματα τῆς ζωῆς μέ τήν λογική σκέψη, τόν ὀρθό λόγο, ἀλλά καί τήν ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεων.

Στήν ἀρχαία ἐποχή τήν τάση τοῦ Διαφωτισμοῦ μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τήν ἐκπροσωποῦσαν οἱ σοφιστές. Στήν νεώτερη ἐποχή ἡ κίνηση τοῦ Διαφωτισμοῦ ξεκίνησε ἀπό τήν θρησκευτική μεταρρύθμιση τοῦ 16ου αἰῶνος καί πέρασε σέ ἄλλους φιλοσόφους, οἱ ὁποῖοι διακρίνονταν σέ διάφορες σχολές, ἀνάλογα μέ τήν χώρα στήν ὁποία ἐργάσθηκαν καί τήν μέθοδο τῆς φιλοσοφικῆς τους θεωρίας. Ἔτσι, μποροῦμε νά χωρίσουμε ὡς ἑξῆς τίς ἐκφράσεις τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ.

Πρῶτον, εἶναι οἱ φιλόσοφοι πού διακρίνονται γιά τόν φιλοσοφικό ἐμπειρισμό, οἱ ὁποῖοι ὡς κέντρο τῆς γνώσεως θέτουν τήν ἐμπειρία. Ἐκπρόσωποι τοῦ φιλοσοφικοῦ ἐμπειρισμοῦ εἶναι ὁ Ἄγγλος Τζών Λόκ (1632-1704), κατά τόν ὁποῖο κάθε γνώση πηγάζει ἀπό τήν ἐμπειρία, καί ἀκόμη δέν ὑπάρχουν ἔμφυτες ἰδέες, μόνο ἡ διανοητική λειτουργία καί δύναμη εἶναι ἔμφυτη. Ἐπίσης, ἀναφέρουμε τόν Ντέιβιντ Χιούμ (1711-1776), ὁ ὁποῖος πρέσβευε ὅτι ἡ μόνη γνώση εἶναι ἐκείνη πού προέρχεται ἀπό μιά ἀκολουθία ἰδεῶν, οἱ ὁποῖες συνδέονται μεταξύ τους, ὅπως ἡ ἀρχή τῆς ὁμοιότητας, ἡ ἀρχή τῆς γειτνιάσεως καί ἡ ἀρχή τῆς αἰτίας καί τοῦ ἀποτελέσματος.

Δεύτερον, εἶναι ὁ Γαλλικός Διαφωτισμός, ὁ ὁποῖος ξεκίνησε ἀπό τόν ἀγγλικό φιλοσοφικό ἐμπειρισμό, ἀλλά προχώρησε ἀκόμη πιό πέρα, ἀφοῦ ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν βρεταννικό συντηρητισμό καί μεταποίησε αὐτές τίς ἰδέες πιό ριζοσπαστικά. Ἔτσι, «ἀπό τόν ἐμπειρισμό ἀναπήδησε ἡ αἰσθησιοκρατία, ἀπό τήν φυσιοκρατία ὁ ὑλισμός, ἀπό τόν ντεϊσμό ὁ ἀθεϊσμός, ἀπό τόν ἠθικό συναισθηματισμό ὁ κτηνώδης ἐγωϊσμός». Ἐκπρόσωποι τοῦ Γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ εἶναι ὁ Κάρολος Μοντεσκιέ (1689-1755), ὁ Βολταῖρος (1694-1778) καί οἱ Ἐγκυκλοπαιδιστές, ἡ γαλλική αἰσθησιαρχία καί ὁ Ζάν Ζάκ Ρουσσώ (1712-1778).

Τρίτον, εἶναι ὁ Γερμανικός Διαφωτισμός, πού ἐκπροσωπεῖται ἀπό τόν Χριστιανό Βόλφ (1679-1754), τόν Λέσσινγ (1729-1781). Ἐπίσης, ἐδῶ πρέπει νά μνημονεύσουμε καί τόν γερμανικό ἰδεαλισμό τοῦ ὁποίου ἐκπρόσωποι θεωροῦνται ὁ Ἐμμανουήλ Κάντ (1724- 1804), ὁ Γιόχαν Φίχτε (1762-1814), ὁ Γιόχαν Σίλλερ (1759-1805), ὁ Φρειδερίκος Ἔγελος (1770-1831), ὁ Ἀρθοῦρος Σοπενχάουερ (1788-1860).

Τέταρτον, εἶναι ὁ ᾿Ιταλικός Διαφωτισμός, ὁ ὁποῖος, ὅμως, δέν ἐμφανίσθηκε ὡς ἰδιαίτερο φιλοσοφικό σύστημα, ἀλλά ὡς μία κίνηση ἐναντίον τοῦ Κλήρου, λόγῳ τῶν ὑπερβάσεών του.

Πέμπτον, μποροῦμε νά ἀναφέρουμε τούς ῞Ελληνες διαφωτιστές, οἱ περισσότεροι τῶν ὁποίων λαμβάνουν στοιχεῖα ἀπό τόν εὐρωπαϊκό Διαφωτισμό καί τά προσαρμόζουν στά ἑλληνικά δεδομένα. Πράγματι, στήν ῾Ελλάδα ὁ Διαφωτισμός ἐμφανίστηκε ὡς ντεϊσμός, ἀπό τόν Θεόφιλο Καΐρη, καί ὡς ἀντίθεση στόν Κλῆρο καί τίς πνευματικές δυνάμεις τοῦ Ἔθνους, ὡς ἐπηρεασμός ἀπό τόν ὑλισμό.

Πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι κριτική ἐναντίον τοῦ ἀγγλικοῦ Διαφωτισμοῦ ἐξασκήθηκε τόσο ἀπό τόν Κάντ, ὅσο καί ἀπό τόν Ρουσσώ, οἱ ὁποῖοι, καίτοι ἔζησαν μέσα στό περιβάλλον τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ, ἐν τούτοις τόνισαν τήν προτεραιότητα τοῦ συναισθήματος, τοῦ ἀνθρωπισμοῦ καί τῆς ἀγαθῆς καί ἠθικῆς βούλησης καί ὄχι τοῦ ὀρθοῦ λόγου.

Ἐπίσης, ἀντίδραση ἐναντίον τοῦ Διαφωτισμοῦ δημιουργήθηκε ἀπό τό ἰσχυρό κίνημα τοῦ Νεοανθρωπισμοῦ, πού ἐμφανίσθηκε τόν 18ο αἰώνα μέ ὑπερμάχους τόν φιλόσοφο Βόλφ καί τόν θεολόγο Σλαϊερμάχερ. Ἀκόμη, βαρύ κτύπημα ἐναντίον τοῦ Διαφωτισμοῦ ἐπέφερε καί ὁ Ρομαντισμός, ἤ τό ρομαντικό κίνημα. Ἔτσι, ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰῶνος, θεωρεῖται ξεπερασμένος ὁ εὐρωπαϊκός Διαφωτισμός, ἀφοῦ ἄλλωστε ἀναπτύχθηκαν καί ἄλλες ἐπιστῆμες, ὅπως ἡ ψυχανάλυση, ἡ ὑπαρξιακή φιλοσοφία, κλπ. πού ὑπερέβησαν τό κίνημα καί τίς φιλοσοφικές ἀρχές τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ.

Ὁ εὐρωπαϊκός Διαφωτισμός στό θρησκευτικό ἐπίπεδο προσπάθησε νά δημιουργήση μιά «φυσική θρησκεία». Οἱ περισσότεροι διαφωτιστές δέχονταν τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ (ντεϊσμός), ἀλλά ἀπέρριπταν τήν διδασκαλία περί τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί ἀναζητοῦσαν τόν πυρήνα τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς στήν ἠθικότητα. Οἱ θρησκευόμενοι διαφωτιστές ἦταν ἐναντίον τῶν διαφόρων θρησκειῶν καί τῶν δογμάτων καί ὑποστήριζαν τήν ἀνεξιθρησκεία. Βέβαια, οἱ ἀκραῖοι διαφωτιστές κατέληξαν στόν ὑλισμό καί τήν ἀθεΐα.

Πέρα ἀπό αὐτό, ὁ εὐρωπαϊκός Διαφωτισμός εἶχε πολλά ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα καί, βέβαια, ὠφέλησε τήν Δύση στόν χῶρο τῆς παιδείας καί τοῦ δικαίου. Ὡς πρός τό δίκαιο οἱ διαφωτιστές ὑποστήριζαν τήν ὕπαρξη τοῦ «φυσικοῦ δικαίου» καί, βέβαια, ἔτσι ἔδιναν προτεραιότητα στά φυσικά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τοῦ θετικοῦ δικαίου πού καταρτίζεται διά τῆς νομοθεσίας. Ὑποστήριζαν τήν θεωρία περί τοῦ χωρισμοῦ τῶν ἐξουσιῶν, συνιστοῦσαν τήν κατάργηση τῶν ἀπάνθρωπων βασανιστικῶν ποινῶν, ἔτειναν πρός τόν κοσμοπολιτισμό, ἀλλά ὑποστήριζαν καί τά ἐθνικά κινήματα τῶν λαῶν ὑπέρ τῆς ἀνεξαρτησίας τους. Γενικά, ὑποστήριζαν τά ἀτομικά δικαιώματα τοῦ πολίτου.

Ὁ Διαφωτισμός ἔδωσε ὤθηση στήν παιδεία, ἀφοῦ ζήτησε τήν γενίκευση τῆς στοιχειώδους ἐκπαιδεύσεως καί τήν συστηματική διαμόρφωση τῆς ἐπαγγελματικῆς μορφώσεως. Ἐπίσης, πρότεινε νέους τρόπους ἀγωγῆς καί διδασκαλίας. ῞Ομως, οἱ διαφωτιστές ἐλέγχονται γιά τό ὅτι πίστευαν ἀποκλειστικά στήν δύναμη τοῦ λογικοῦ καί εἶχαν παραμελήσει τό συναίσθημα καί τήν βούληση.

Γενικά, ὁ Διαφωτισμός ὑπῆρξε εὐεργετικός γιά τήν ἀνάπτυξη τῶν ἐπιστημῶν, τῆς παιδείας, τῶν τεχνῶν, ἀλλά καί τῆς πολιτικῆς καί οἰκονομικῆς ζωῆς. Καί, βέβαια, στούς διαφωτιστές ἐπικρατοῦσαν αἰσιόδοξες ἀπόψεις γιά τό μέλλον τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἀνθρωπότητος. Ὑπῆρξε, ὅμως, βλαπτικό στό ὅτι ταύτισε τήν λογική μέ τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου.

Ἀπό τήν μικρή αὐτή ἀναδρομή γίνεται φανερό ὅτι ὁ εὐρωπαϊκός Διαφωτισμός στηρίχθηκε πολύ στόν ἀνθρώπινο παράγοντα, ἔθεσε ὡς κέντρο τόν ὀρθό λόγο κατά προτεραιότητα, ἐξεδίωξε τόν Θεό ἀπό τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου, σέ μερικές δέ περιπτώσεις Τόν διέστρεψε, καί ἀκόμη στράφηκε ἐναντίον τῶν Κληρικῶν. ῞Ολη αὐτή ἡ κίνηση δέν εἶναι ἄσχετη ἀπό τήν ταύτιση θεολογίας καί μεταφυσικῆς, πού καλλιεργήθηκε στήν Δύση, καί ἀπό τήν φεουδαρχία τῶν Φράγκων.

Εἶναι φανερό ὅτι γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν δημιουργήθηκε πρόβλημα ἀναφορικά μέ τήν παιδεία καί τήν πρόοδο τῶν ἐπιστημῶν, ἀλλά μέ τήν μεταφορά ὅλου τοῦ πνεύματος τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ πού γέννησε τόσο τήν μεταφυσική καί τήν φεουδαρχία, ὅσο καί τήν ἀντίδραση ἐναντίον αὐτῶν μέ τήν ἐμφάνιση τῆς ἀθεΐας καί τῆς φυσικῆς θρησκείας. Μέ ἄλλα λόγια, ὅταν μέ τήν πρόφαση τῶν νέων δεδομένων τῆς ἐπιστήμης καί τῆς παιδείας, μεταφερόταν ἡ ἀθεΐα καί ὁ ἀντικληρικαλισμός, ὅπως ἐπικρατοῦσε στόν δυτικό χῶρο, αὐτό δημιουργοῦσε προβλήματα στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, πού δέν εἶχε τέτοιες πνευματικές προδιαγραφές καί προϋποθέσεις.

2.  Τά βασικά στοιχεῖα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ

Εἶναι ἀνάγκη, ὅμως νά δοῦμε ποιά εἶναι τά κύρια στοιχεῖα πού συγκροτοῦν τόν λεγόμενο εὐρωπαϊκό ἤ δυτικό Διαφωτισμό. Καί αὐτό εἶναι σημαντικό, γιατί πολλοί στρέφονται ἐναντίον τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ, ὅπως καί ἄλλοι τόν ἐκτιμοῦν πολύ, χωρίς ὅμως νά γνωρίζουν καί οἱ δύο αὐτές ὁμάδες ἀνθρώπων ποιά εἶναι τά στοιχεῖα ἐκεῖνα πού τόν χαρακτηρίζουν. Μποροῦμε νά ὑπογραμμίσουμε τέσσερα βασικά σημεῖα πού συνιστοῦν τό πνεῦμα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ.

Πρῶτον, εἶναι ἡ θεωρία τοῦ καθαροῦ λόγου. Θεωρεῖται ὅτι ἡ λογική, ὁ ὀρθός λόγος εἶναι ἡ βασική συγκρότηση τοῦ ἀνθρωπίνου «εἶναι». Εἶναι σημαντικό ὅτι ὁ Ντεκάρτ, μέ τό γνωστό ἀπόφθεγμα «σκέπτομαι, ἄρα ὑπάρχω», πού ταυτίζει τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν λόγο καί τήν σκέψη, ὁπότε τό βαθύτερο εἶναι τῆς ὑπάρξεώς του εἶναι ὁ σκεπτόμενος ἄνθρωπος, ἦταν Αὐγουστινιανός μοναχός. Εἶναι ἐπίσης γνωστόν ὅτι ὁ ἱερός Αὐγουστίνος, πού ἀποτελεῖ τόν κεντρικό πυρήνα τῆς δυτικῆς θεολογίας καί φιλοσοφίας, συνδέει καί ταυτίζει τόν ἄνθρωπο μέ τήν συνείδηση καί τήν αὐτογνωσία.

Δεύτερο γνώρισμα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ εἶναι ἡ ἀτομοκρατία, δηλαδή ἡ ἔξαρση τοῦ ἀτόμου καί τοῦ ὑποκειμένου. Ὁ ἀτομισμός ἐκφράσθηκε μέ τά ἀτομικά δικαιώματα. Αὐτό χαρακτηρίζει τήν σύγχρονη κοινωνία μας. ῞Ολοι ἐνδιαφέρονται γιά τήν ἐκπλήρωση τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων τους. Ζοῦμε σέ μιά ἐποχή ἀπόλυτου δικαιωματισμοῦ.

Τρίτο γνώρισμα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ εἶναι ἡ χρησιμοθηρία, δηλαδή ἡ χρησιμοθηρική ἀντιμετώπιση τῶν θεμάτων τῆς ζωῆς. Αὐτό τό συναντοῦμε στήν τέχνη, στήν παιδεία, στίς κοινωνικές ἐκδηλώσεις, ἀκόμη καί στίς σχέσεις μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Ἐκεῖνο πού μετράει σήμερα εἶναι τό τί μᾶς χρησιμεύει ἕνα ἀντικείμενο, μιά σχέση, μιά ἐπικοινωνία. Τό μάθημα τοῦ Σχολείου εἶναι καλό, ἄν μᾶς χρησιμεύει κάπου. Τό ἴδιο βλέπουμε καί στήν θρησκεία. Ἡ θρησκεία ἔχει ἀξία ἐάν ἱκανοποιῆ τόν ἄνθρωπο, ἄν τόν ἀναπαύη, γιατί διαφορετικά δέν χρειάζεται καί αὐτή.

Τό τέταρτο γνώρισμα τοῦ δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ εἶναι ἡ εὐδαιμονία. Βέβαια, ὅταν ἐδῶ χρησιμοποιοῦμε τόν ὅρο εὐδαιμονία, δέν τόν ἐννοοῦμε μέ τήν ἀρχαία κλασσική φιλοσοφική ἔννοια καί σημασία, ὡς ἐπιστροφή τῶν φύσει ἀθανάτων ψυχῶν στόν κόσμο τῶν ἰδεῶν, ἀλλά μέ τήν σημασία τῆς αἰσθησιοκρατίας καί ἡδονοκρατίας πού θυμίζει βασικές ἀπόψεις τῆς ἐπικούρειας φιλοσοφίας. Εἶναι χαρακτηριστικές οἱ ἀπόψεις τοῦ ἐκπροσώπου τοῦ ἀγγλικοῦ Διαφωτισμοῦ Τζών Λόκ ὅτι «κάθε γνώση πηγάζει ἀπό τήν ἐμπειρία» καί ὅτι «δέν ὑπάρχουν ἔμφυτες ἰδέες». Ἔτσι, ἡ γνώση εἶναι ἀπόρροια τῶν ἐμπειριῶν πού προέρχονται ἀπό τόν κόσμο τῶν αἰσθήσεων καί ἀπό τήν διεργασία τοῦ λογικοῦ. Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι tabula rasa, δηλαδή «ἄγραφος χάρτης», ὅπου ἀποτυπώνονται αὐτές οἱ ἰδέες καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τήν γνώση. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ρήση τοῦ ἐμπειρικοῦ αὐτοῦ φιλοσόφου «οὐδέν ἐν τῇ νοήσει, ὅ μή πρότερον ἐν τῇ αἰσθήσει».

Αὐτά τά τέσσερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ, ὁ καθαρός λόγος, ὁ ἀτομισμός μέ τά ἀτομικά δικαιώματα, ἡ χρησιμοθηρία καί ἡ εὐδαιμονία, δημιουργοῦν τεράστια προβλήματα στόν ἄνθρωπο καί τήν κοινωνία.

Κατ᾿ ἀρχάς, ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἕνα ὑπαρξιακό κενό, δέν μπορεῖ νά λύση βασικά ὑπαρξιακά του προβλήματα, γιατί ἐξαντλεῖται ἀποκλειστικά στόν ἑαυτό του καί τίς ἐλεύθερες ἐπιλογές του. Ἔπειτα, ἡ κοινωνία διασπᾶται, γιατί ὅταν δέν ἀναπτύσσωνται ὑγιεῖς σχέσεις, ὅταν οἱ ἄνθρωποι γίνωνται ἄτομα καί ἀπομονώνωνται, τότε δέν μποροῦμε νά μιλοῦμε καί γιά κοινωνία ἀληθινή. Αὐτό ἐπηρεάζει καί τήν Ἐκκλησία. Ἡ ἐκκλησιαστική ζωή, μετατρέπεται σέ μιά ἁπλῆ θρησκευτική ζωή, στήν ὁποία κυριαρχεῖ τό ἄτομο καί ὁ ἄνθρωπος ἀντί νά ἐνδιαφέρεται γιά τήν ἔνταξη σέ κοινωνία καί ἀνάπτυξη τῆς κοινωνίας, ἐνδιαφέρεται πρωτίστως γιά μιά ἠθική ζωή.

3.  Ὁ Διαφωτισμός στήν ῾Ελλάδα

Γιά δύο περίπου αἰῶνες ἡ Πατρίδα μας βασανίζεται ἀπό τήν διελκυστίνδα μεταξύ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ καί τῆς ἑλληνορθοδόξου Παραδόσεως. Μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική μποροῦμε νά δοῦμε ὅλα ὅσα ἔγιναν στόν χῶρο μας τούς δύο τελευταίους αἰῶνες, ἀλλά καί τήν ἀτμόσφαιρα πού ἐπικρατεῖ σήμερα στόν τόπο μας.

Ἀπό τό ἕνα μέρος ἐπικρατεῖ διάχυτα τό πνεῦμα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ, τό ὁποῖο ἀνέλαβε νά μεταφέρη ἡ παιδεία. Πράγματι, στήν παιδεία μας, στό πνεῦμα καί τήν φιλοσοφία της, ἐπικρατοῦν οἱ ἰδέες τοῦ δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ ἕως σήμερα.

Ἀπό τό ἄλλο μέρος στόν τόπο μας καλλιεργήθηκε μιά ἰδιαίτερη παράδοση, τήν ὁποία μποροῦμε νά ὀνομάσουμε Ρωμηοσύνη, τήν ὁποία συναντοῦμε στά διάφορα στρώματα τοῦ λαοῦ μας καί φαίνεται καθαρά στά ἤθη καί τά ἔθιμα τοῦ λαοῦ, στήν κοινωνική καί ἐκκλησιαστική ζωή, σέ λογοτεχνικά κείμενα κλπ. Εὐτυχῶς τόν τελευταῖο καιρό ὁ παραμελημένος κόσμος τῆς παραδόσεώς μας βγαίνει στήν ἐπιφάνεια καί ἐκτιμᾶται πάρα πολύ. Ἡ ἁγιογραφία, ἡ μουσική, οἱ δημοτικοί χοροί, οἱ λαϊκές παραδόσεις, πού ὅλα αὐτά πρέπει νά τά ἀντικαταστήσουμε μέ τό βυζαντινό καί τό ρωμαίικο, εἶναι ἐπίκαιρα καί γίνονται ἀποδεκτοί ἀπό τόν λαό μας.

Ἄν συγκρίνουμε τόν εὐρωπαϊκό Διαφωτισμό, στά τέσσερα αὐτά γνωρίσματα, μέσα ἀπό τήν προοπτική τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, στήν ἀληθινή της ἔκφραση, θά δοῦμε τήν μεγάλη διαφοροποίηση. Πράγματι, ἡ ἐκκλησιαστική ζωή διακρίνεται γιά τά ἀντίστοιχα τέσσερα γνωρίσματα.

Πρῶτον, στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική ζωή, ὅπως ἐκφράζεται ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, κέντρο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι ὁ λόγος, ἡ λογική, ἀλλά ὁ νοῦς, ἡ καρδιά. Στήν ὀρθόδοξη θεολογία, φαίνεται καθαρά ὅτι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖται ἀπό δύο κέντρα, πού ἔχουν δύο παράλληλες λειτουργίες, ἤτοι τόν νοῦ καί τόν λόγο. Δέν μπορεῖ νά γίνη σύγχυση μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν κέντρων, γιατί κάτι τέτοιο συνιστᾶ τήν «πνευματική αὐτοκτονία» τοῦ ἀνθρώπου.

Δεύτερον, στήν ὀρθόδοξη θεολογία διδάσκεται ἡ ὑπέρβαση τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων. Οἱ ἐμπνεόμενοι ἀπό τόν ὀρθόδοξο φωτισμό δέν διακατέχονται ἀπό τήν τυραννία τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων, τόν λεγόμενο δικαιωματισμό, ἀλλά ἀπό τήν προσφορά τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ἀναζητοῦν τίς ἀτομικές ἐλευθερίες, ἀλλά τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.

Τρίτον, στήν χρησιμοθηρία τοῦ δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ ἀντιπαρατίθεται ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία. Ὁ θεούμενος εἶναι πραγματικά φιλόθεος καί φιλάνθρωπος, ὁπότε διακρίνεται γιά τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη. Ἔκφραση τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης εἶναι ἡ προσφορά, ἡ ἑκούσια στέρηση καί σταύρωση, χάρη τοῦ ἀδελφοῦ. Ὁ θεούμενος δέν βλέπει τήν χρησιμοθηρία, ἀλλά τήν ὀντολογία καί κυρίως τήν σχέση μέ τό ὑπέρτατο ὄν καί τά ἄλλα ἀνθρώπινα ὄντα.

Τέταρτον, στήν εὐδαιμονία τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ ὁ φορεύς τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως ἀντιπαρατάσσει τήν ἀσκητική ζωή, ἡ ὁποία δέν περικλείεται μέσα στά ὅρια τῆς στερήσεως, ἀλλά τῆς μεταμορφώσεως. Δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἐνέργεια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ μεταμορφώνεται ὁλοκληρωτικά, ὁπότε καί αὐτό τό σῶμα του γίνεται ναός τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, δηλαδή γίνεται ἱερό λείψανο, πού θαυματουργεῖ.

Ἔτσι, στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση μιλᾶμε γιά μεταμόρφωση τῶν αἰσθήσεων.

Ἀκριβῶς δέ αὐτά τά τέσσερα γνωρίσματα δείχνουν τήν διαφορά μεταξύ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ καί τοῦ ὀρθοδόξου φωτισμοῦ.

4.  Ἀπό τόν Διαφωτισμό στήν Μετανεωτερικότητα

Κάνοντας λόγο γιά τόν Διαφωτισμό, πρέπει νά γίνη ἀναφορά γιά τό πῶς ὁ δυτικός κόσμος πέρασε ἀπό τόν Διαφωτισμό στήν Μετανεωτερικότητα. Πρόκειται γιά μιά κίνηση πού εἶναι ἐνδιαφέρουσα, γιατί παρουσιάζει καί τήν ἀγωνία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί τήν ἀδυναμία πολλῶν νέων συστημάτων νά τόν ἀναπαύσουν.

Στήν Εὐρώπη, μετά ἀπό τήν ἀποκοπή της ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, αὐτό πού ὀνομάζουμε Βυζάντιο – Ρωμανία, παρατηρήθηκε μιά ἔντονη ζύμωση γιά τήν εὕρεση τῆς αὐτοσυνειδησίας της. Προσπάθησαν, δηλαδή, οἱ ἄνθρωποι νά βροῦν τήν ταυτότητά τους καί νά δημιουργήσουν ἕνα δικό τους πολιτιστικό τρόπο ζωῆς. Στόν χῶρο τῆς δυτικῆς θεολογίας ἀναπτύχθηκε ὁ Σχολαστικισμός, ὁ ὁποῖος χρησιμοποιώντας μεταφυσική ὁρολογία καί μεθοδολογία προσπαθοῦσε νά ὁριοθετήση τόν Θεό καί ὅλα ὅσα ἔχουν σχέση μέ τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ Ἀναγέννηση ὑπῆρξε ἕνας καθοριστικός σταθμός στήν ἱστορία τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, καί μάλιστα χαρακτηριστικό γνώρισμά της εἶναι ἡ στροφή τῶν ἀνθρώπων στίς κλασσικές σπουδές, κατ᾿ ἀρχάς στόν Ἀριστοτέλη, ἔπειτα στόν Πλάτωνα. Μετά τήν Ἀναγέννηση ἀναπτύχθηκαν διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα.

Εἰδικότερα, θά ἤθελα νά ἀναφερθῶ πολύ συνοπτικά στήν πορεία τῆς Εὐρώπης καί γενικά τοῦ δυτικοῦ κόσμου ἀπό τόν Διαφωτισμό μέχρι τήν Μετανεωτερικότητα πού κυριαρχεῖ σήμερα.

Στό θέμα αὐτό θά μᾶς βοηθήση τό βιβλίο Ὁ κορεσμένος ἑαυτός τοῦ Kenneth Gergen, ὁ ὁποῖος εἶναι Καθηγητής τῆς Ψυχολογίας στό Κολέγιο Σουόρθορ καί μάλιστα «ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερους κοινωνικούς ἐπιστήμονες τῆς ἐποχῆς μας». Θά δοῦμε τά τέσσερα μεγάλα ρεύματα – κινήματα, πού παρατηρήθηκαν τούς τελευταίους αἰῶνες στήν Δύση, ὅπως ἀναλύονται ἀνάγλυφα ἀπό αὐτόν τόν συγγραφέα – ἐπιστήμονα.

Πρῶτον. Ὁ Διαφωτισμός, ὅπως εἴδαμε συνοπτικά προηγουμένως, κυριάρχησε τόν δέκατο ἕβδομο καί δέκατο ὄγδοο αἰώνα. Κύρια γνωρίσματά του εἶναι ὁ ὀρθός λόγος καί ἡ παρατήρηση. ῞Οπως παρατηρεῖ ὁ Gergen «ἡ λογική καί ἡ παρατήρηση ἀποτελοῦσαν ἀντικείμενα θαυμασμοῦ πολύ πρίν τόν εἰκοστό αἰώνα. Κατά τήν διάρκεια τοῦ δεκάτου ἑβδόμου καί δεκάτου ὀγδόου αἰώνα εἶχαν ἀποκτήσει ὑψηλό γόητρο». Οἱ διαφωτιστές ἔδωσαν ἰδιαίτερη ἔμφαση στίς ἱκανότητες τοῦ ἀτόμου γιά παρατήρηση.

Δεύτερον. Κατά τά τέλη τοῦ 18ου καί τίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰώνα παρατηρήθηκε ἡ ἔξαρση τοῦ Ρομαντισμοῦ. Τότε ἀκριβῶς ἀμφισβητήθηκε ἡ ὑπεροχή τῆς λογικῆς καί τῆς παρατήρησης καί δημιουργήθηκε ἕνας καινούριος κόσμος, ὁ κόσμος τῆς βαθύτερης

«ἐνδοχώρας», πού βρίσκεται κάτω ἀπό ἐπίστρωμα τῆς συνειδητῆς λογικῆς. Ὁ Wordsworth ἀποκάλεσε αὐτή τήν βαθύτερη ἐνδοχώρα «μιά παρουσία πού μέ ἐνοχλεῖ». Γιά τόν Shelley ἦταν μία «ἀόρατη δύναμη» καί γιά τόν Baudelaire ἕνα «φωτοβόλο σπήλαιο».

Ὁ Ρομαντισμός ἔδωσε διάφορα ἐσωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα στόν ἄνθρωπο, ὅπως τό πάθος, τήν ψυχή, τήν δημιουργικότητα καί τό ἦθος. Ἀναπτύχθηκε μία κίνηση ἡ ὁποία ἔδωσε σημασία στό βάθος τοῦ ἀνθρώπου, στήν καλλιέργεια τοῦ ἔρωτα, τῆς φαντασίας, ἡ ὁποία ἐθεωρεῖτο «πολύτιμο ἀπόκτημα, γιατί διευκόλυνε τήν φυγή ἀπό τά ἐπίγεια δεδομένα τῆς καθημερινῆς ζωῆς». Ὁ Ρομαντισμός ἔχει σχέση μέ αὐτό πού ὀνομάζουμε «μία παρουσία τοῦ ἀπόντος», καθώς ἐπίσης κατά τήν ρομαντική περίοδο ἀπέκτησαν νέες διαστάσεις ἡ ἠθική, ἡ θρησκεία καί ὁ μυστικισμός. Αὐτή βέβαια ἡ κίνηση τοῦ Ρομαντισμοῦ φαίνεται διάχυτα στήν μουσική, τόν καλλιτεχνικό τομέα, τήν ψυχολογία. Γενικά, τό ρομαντικό κίνημα ἐξύμνησε τήν ἀγάπη, τόν ἀλτρουϊσμό καί τήν θυσία γιά χάρη τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.

Τρίτον. Στό τέλος τοῦ 19ου αἰῶνος καί τόν 20ο αἰώνα ἐξασθένησε ὁ Ρομαντισμός καί παρατηρεῖται ἡ ἄνοδος τοῦ Μοντερνισμοῦ ἤ Νεωτερικότητας, πού στήν πραγματικότητα συνίσταται στήν ἐπιστροφή τοῦ Διαφωτισμοῦ. Γιά τούς μοντερνιστές τά χαρακτηριστικά τοῦ ἑαυτοῦ «δέν ἑδρεύουν στό βασίλειο τοῦ βάθους, ἀλλά στήν ἱκανότητά μας νά σκεπτόμαστε λογικά… Οἱ μοντερνιστές πιστεύουν στά ἐκπαιδευτικά συστήματα, σέ μιά ἀδιατάρακτη οἰκογενειακή ζωή, στήν ἠθική ἐκπαίδευση καί στήν ὀρθολογική ἐπιλογή τοῦ γαμηλίου συντρόφου».

Τό κίνημα τοῦ Μοντερνισμοῦ ἤ Νεωτερικότητας ἐπηρέασε τήν ἐπιστήμη, ἀφοῦ χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ Μοντερνισμοῦ ἦταν ἡ λογική καί ἡ παρατήρηση, συνετέλεσε στό νά ἐξαφανισθοῦν ἀπό τά πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδῶν ἡ ἠθική, ἡ θεολογία καί ἡ μεταφυσική καί ἐπηρέασε ὅλες τίς τέχνες καί τούς τρόπους ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τόν χορό, τήν μουσική, καθώς ἐπίσης συνετέλεσε στό νά παρουσιασθῆ «τό ἐπάγγελμα τῆς δημόσιας διοίκησης».

Ἡ περίοδος τοῦ Μοντερνισμοῦ δημιούργησε τήν ἐντύπωση, λόγῳ τῶν ἰδιαιτέρων χαρακτηριστικῶν του, πού εἶναι ἡ αἰτιοκρατία καί ἡ παρατήρηση, ὅτι θά λύση τά ἐπισωρευμένα καί δυσεπίλητα προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου μέ μιά μορφή διακυβέρνησης (δημοκρατία ἤ φασισμό) ἤ μέ ἕνα ἁπλό οἰκονομικό σύστημα (καπιταλισμό ἤ κομμουνισμό).

Τέταρτον. Στήν σύγχρονη ἐποχή παρατηρεῖται ἀπό ἐπιστήμονες πού μελετοῦν τά κοινωνικά φαινόμενα, κυρίως στόν Δυτικό χῶρο, ἡ ἐμφάνιση τοῦ Μεταμοντέρνου πολιτισμοῦ ἤ τῆς λεγομένης Μετανεωτερικότητας, ἀφοῦ διαπιστώθηκε ὅτι τό λεγόμενο νεωτερικό παράδειγμα, τό ὁποῖο ὑποσχόταν καλύτερο κόσμο, ἀπέτυχε στήν προσπάθεια νά δώση λύσεις. Καί πράγματι διαπιστώνεται ὅτι αὐτή ἡ Μετανεωτερικότητα ἤ τό Μεταμοντέρνο εἶναι ἐκεῖνο πού κυριαρχεῖ στίς ἡμέρες μας.

Τό Μεταμοντέρνο – ἡ Μετανεωτερικότητα ἀμφισβητεῖ τήν αἰτιοκρατία καί τήν λεγομένη πραγματικότητα, πάνω στήν ὁποία στηρίχθηκε ὁ Διαφωτισμός καί ὁ Μοντερνισμός καί στρέφεται περισσότερο πρός τήν πλουραλιστικότητα. Σέ αὐτό βοηθήθηκε πολύ καί ἀπό τήν ἀνάπτυξη τῶν συγχρόνων ἐπιστημῶν, οἱ ὁποῖες διέλυσαν τήν μηχανιστική αἰτιοκρατία. «Ἡ ἐμφάνιση τοῦ μεταμοντέρνου πολιτισμοῦ» εἶναι χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς ἐποχῆς μας.

5.  Τά γνωρίσματα τῆς Μετανεωτερικότητας

Πολλά εἶναι τά γνωρίσματα πού χαρακτηρίζουν τόν Μεταμοντέρνο πολιτισμό ἤ τήν λεγομένη Μετανεωτερική ἐποχή. Ὁ Kenneth Gergen, στό βιβλίο του «Ὁ κορεσμένος ἑαυτός», ἀναλύει διεξοδικά τό θέμα αὐτό μέσα ἀπό ψυχολογικές καί κοινωνικές παρατηρήσεις εἰλημμένες ἀπό διάφορες μορφές τῆς καθημερινῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων. Θά ἤθελα νά παρουσιάσω μερικά ἀπό αὐτά τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα.

Ἡ λέξη «κορεσμός» δηλώνει κάτι πού εἶναι γεμάτο, πλῆρες. Κορεσμένος εἶναι αὐτός πού αἰσθάνεται γεμάτος καί κορεσμένη ἀγορά εἶναι ἐκείνη πού εἶναι γεμάτη ἀπό τά ἐπαγγέλματα. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος τοῦ 20οῦ αἰώνα αἰσθάνεται κορεσμένος ἀπό τά δύο ρεύματα τοῦ ρομαντισμοῦ καί τοῦ μοντερνισμοῦ καί ἀναζητᾶ κάτι ἄλλο διαφορετικό. Ἔτσι συνδέεται ἡ κατάσταση τοῦ κορεσμοῦ μέ τόν μεταμοντερνισμό, τήν μετανεωτερικότητα.

Στήν ἐποχή μας ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ μιά κατάσταση διαρκοῦς «δόμησης καί ἀναδόμησης», σέ μιά ἀναζήτηση κάτι καινούργιου, ὁπότε άναπτύσσεται ἡ μετανεωτερικότητα, μέ τόν πλουραλισμό. Ἔτσι ἀναπτύσσονται τρία γνωρίσματα, «ἡ ἀμφισβήτηση τῆς αὐθεντίας», «ἡ κατάρρευση τῆς λογικῆς τάξης» καί «ἡ ἀπώλεια τοῦ ἀναγνωρίσιμου». Τά σύγχρονα κινήματα ἀφύπνισης – woke culture εἶναι κινήματα κατάργησης ὅλων τῶν διακρίσεων, πλήρους αἰσθησιακῆς ἀπόλαυσης ἐκφράζουν αὐτό τό φαινόμενο τοῦ κορεσμοῦ.

Ἐρευνώντας τά γνωρίσματα τῆς μετανεωτερικῆς ἐποχῆς βλέπουμε ὅτι παρατηρεῖται ἔντονα στίς ἡμέρες μας « ἀμφισβήτηση τῆς αὐθεντίας», ἀφοῦ καταρρέουν κυριολεκτικά μορφές αὐθεντίας, ὁπότε εἰσάγεται ἡ ἀμφισβήτηση τῶν πάντων. Ἡ Μετανεωτερική κίνηση διαπιστώνει ὅτι ὑπάρχουν πολλοί τρόποι γιά νά πλησιάση κανείς τήν ἀλήθεια, τήν ὁποία ἀλήθεια δέν τήν ἐκφράζει κανείς ἀπόλυτα.

Ἀκόμη, ἕνα γνώρισμα τοῦ μεταμοντέρνου εἶναι «ἡ κατάρρευση τῆς λογικῆς τάξης». Αὐτό πού γιά τόν ἕνα θεωρεῖται λογικό δέν θεωρεῖται λογικό ἀπό τόν ἄλλο, γιατί δέν ὑπάρχει ἀπόλυτη ἀντικειμενικότητα. «Ἄν ὅλα εἶναι λογικά, τότε τίποτε δέν εἶναι λογικό». Γι᾿ αὐτό πολλοί μεταμοντέρνοι σήμερα ἰσχυρίζονται ὅτι «οἱ ὅροι ὅπως μή λογικό καί παράλογο μετατρέπονται σέ μέσα κοινωνικοῦ ἐλέγχου καί πιθανῆς καταστολῆς».

Ἡ ἀμφισβήτηση τῆς αὐθεντίας καί ἡ κατάρρευση τῆς λογικῆς ἔχουν ὁπωσδήποτε σχέση μέ τήν «ἀπώλεια τοῦ ἀναγνωρίσιμου», καθώς ὁ ἄνθρωπος μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἀναγνωρίζει τήν πολυπλοκότητα τῶν πραγμάτων, ὅπως ἐπίσης ἔχει σχέση καί μέ «τήν κοινωνική κατασκευή τῆς πραγματικότητας», ἐπειδή διάφοροι κατασκευάζουν τήν πραγματικότητα, ἀφοῦ ἀκόμη καί πολιτικά γεγονότα σκηνοθετοῦνται γιά μιά κατανάλωση στό κοινό, καί διάφορα γεγονότα κατασκευάζονται, ὥστε νά δημιουργηθῆ ἡ ἐντύπωση ὅτι συμβαίνουν σημαντικά πράγματα.

Γενικά ἡ μεταμοντέρνα κοινωνία διακρίνεται γιά ἕναν πλουραλισμό, ἀφοῦ «ἡ μεταμοντέρνα θέση σηματοδοτεῖται ἀπό μιά πληθώρα φωνῶν πού συναγωνίζονται ἡ μία τήν ἄλλη γιά δικαίωμα στήν πραγματικότητα – νά γίνουν ἀποδεκτές ὡς νόμιμες ἐκφράσεις τῆς ἀλήθειας καί τοῦ καλοῦ». Στήν μεταμοντέρνα ἀντίληψη διάφορες λειτουργίες τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἡ λογική καί τό συναίσθημα δέν συνιστοῦν τίς πραγματικές καί σημαίνουσες ἰδιότητες τοῦ ἀτόμου. «Σύμφωνα μέ τίς μεταμοντέρνες θέσεις τά ἄτομα βρίσκονται σέ κατάσταση διαρκοῦς δόμησης καί ἀναδόμησης – σέ ἕναν κόσμο, στόν ὁποῖο κυκλοφορεῖ, ὁ,τιδήποτε μπορεῖ νά γίνει ἀντικείμενο διαπραγμάτευσης».

῎Ισως πρέπει νά χαρακτηρίσουμε τό κίνημα τοῦ Μεταμοντερνισμοῦ ὡς ἕνα κίνημα πλουραλισμοῦ σέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἀκόμη καί στήν θρησκευτική του ζωή. Ὁ Μεταμοντερνισμός στό θρησκευτικό χῶρο ἐκδηλώνεται ὡς ἕνας συγκρητισμός, ὡς μία οἰκουμενική θεώρηση τῆς θρησκείας, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὅλοι οἱ πιστοί τῶν θρησκειῶν, πρέπει νά ἀποδεσμευθοῦν ἀπό τούς φραγμούς τῆς θρησκείας τους καί νά συνεννοοῦνται μέ τούς ὀπαδούς τῶν ἄλλων θρησκειῶν.

Ἐκτός αὐτοῦ ὁ Μεταμοντερνισμός συνδέεται καί μέ τήν στροφή τοῦ ἀνθρώπο ἀπό τόν ἑαυτό του στήν σχέση, στήν κοινωνία μέ τούς ἄλλους. Ὁ Διαφωτισμός, ὁ Ρομαντισμός καί ὁ Μοντερνισμός, καλλιεργώντας ὁ καθένας ἀντίστοιχα τήν λογική ἤ τό συναίσθημα, κρατοῦσαν τόν ἄνθρωπο κλεισμένο μέσα στά ὅρια τοῦ ἑαυτοῦ του, καί τόν θεωροῦσαν σάν «μιά ἀπομονωμένη, σχεδόν μηχανική ὀντότητα». Στήν μεταμοντέρνα ἀντίληψη τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, δίνεται μεγάλη σημασία στήν σχέση τοῦ ἑνός πρός τόν ἄλλον.

Θεωρῶ πολύ σημαντικό νά παρατεθῆ ὁ λόγος τοῦ Kenneth Gergen γιά τόν Μεταμοντερνισμό: «Μέ τήν ἐξάπλωση τῆς μεταμοντέρνας συνείδησης γινόμαστε μάρτυρες τῆς ἐξαφάνισης τῆς προσωπικῆς εὐκρίνειας, τῆς λογικῆς, τῆς αὐθεντίας, τῆς δέσμευσης, τῆς ἐμπιστοσύνης, τῆς αἴσθησης τῆς γνησιότητας, τῆς εἰλικρίνειας, τῆς πίστης στήν ἡγεσία, τοῦ βάθους τῶν αἰσθημάτων καί τῆς πίστης στήν πρόοδο. Στήν θέση ὅλων αὐτῶν ἀναδύεται μιά ἀνοιχτή πλάκα πάνω στήν ὁποία τά πρόσωπα μποροῦν νά χαράσουν, νά σβήνουν καί νά ξαναγράφουν τίς ταυτότητές τους, ἔτσι ὅπως ζητᾶ ἤ ἐπιτρέπει τό διαρκῶς μεταβαλλόμενο, μονίμως διευρυνόμενο καί ἀσυνάρτητο δίκτυο τῶν σχέσεων».

Στίς σύγχρονες κοινωνίες μας παρατηρεῖται ἔντονο πρόβλημα πού ἐκφράζεται μέ τρεῖς βασικές ἐκφράσεις, ὅπως «κοινωνικός κορεσμός», «ἐποικισμός τοῦ ἑαυτοῦ» καί «ἡ πολυφερνική κατάσταση».

῞Οταν γίνεται λόγος γιά «κοινωνικό κορεσμό» ἐννοεῖται ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά περιορίζη τίς σχέσεις του στό κοντινό του περιβάλλον, ἀλλά βοηθούμενος καί ἀπό τόν σύγχρονο τρόπο ζωῆς, ἐπιθυμεῖ καί ἐπιδιώκει τόν «πολλαπλασιασμό τῶν σχέσεων», τίς μετακινήσεις, τήν διαρκῆ ἀλλαγή στούς τρόπους ζωῆς.

Ὁ «ἐποικισμός τοῦ ἑαυτοῦ» συνίσταται «στήν πρόσκτηση πολλαπλῶν καί ἀνόμοιων δυνατοτήτων σχετικά μέ τόν τρόπο πού ζεῖ κανείς». Τελικά, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος γεμίζει τόν ἑαυτό του μέ πολλές δυνατότητες καί ἐπιθυμίες.

Καί ἡ λεγομένη «πολυφέρνεια» ἀναφέρεται γενικά στήν «διάσπαση τοῦ ἀτόμου σέ μιά πολλαπλότητα προσωπικῶν ἀμφιέσεων».

῞Ολα αὐτά πού τονίστηκαν προηγουμένως δείχνουν καθαρά ὅτι στόν δυτικό κόσμο ὑπάρχει μεγάλη σύγχυση γύρω ἀπό τόν καθορισμό τοῦ τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποιά εἶναι ἡ ὀντολογία του καί πῶς καθορίζονται οἱ σχέσεις του μέ τήν ἐπιστημονική καί κοινωνική του ζωή. Φαίνεται ἀκόμη ὅτι ὁ σύγχρονος δυτικός ἄνθρωπος ἀναζητᾶ διέξοδο ἀπό τό ἀδιέξοδο τῆς ζωῆς του. Μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική πρέπει νά δοῦμε τό πῶς φθάσαμε στό Woke κίνημα.

6.  Τί σημαίνουν ὅλα αὐτά ἀπό ὀρθοδόξου προοπτικῆς;

Κατ΄ ἀρχάς, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί μάλιστα ὁ χῶρος αὐτός ὁ ὁποῖος κυριαρχεῖται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη σκέψη δέν γνώρισε, σέ καθολικό ἐπίπεδο, ἀναγεννήσεις, διαφωτισμούς, ρομαντισμούς, μοντερνισμούς, μεταμοντερνισμούς, ἀλλά διακρίνεται γιά μιά σταθερότητα. Αὐτό συμβαίνει, γιατί ἀπό τήν ἀρχαία ἀκόμη ἐποχή ἡ ἑλληνορθόδοξη παράδοση δείχνει ἕναν τρόπο ζωῆς πού βρίσκεται στό μέσον μεταξύ τοῦ ἀτομισμοῦ καί τοῦ κολλεκτιβισμοῦ, ὁπότε δημιουργεῖ ἀληθινές σχέσεις καί ὁλοκληρώνει τόν ἄνθρωπο. Ἔτσι, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κινεῖται πέρα ἀπό τόν Μοντερνισμό καί τόν Μεταμοντερνισμό.

Βεβαίως, ἔχουμε κατά καιρούς καί στόν δικό μας χῶρο ἐπιδράσεις ὅλων αὐτῶν τῶν ρευμάτων. Μέ ἄλλα λόγια, ὑπῆρξαν ἄνθρωποι πού μετέφεραν ἀπόψεις τοῦ Διαφωτισμοῦ, τοῦ Ρομαντισμοῦ, τοῦ Μοντερνισμοῦ καί τοῦ Μεταμοντερνισμοῦ, μέ τήν διαφορά ὅτι αὐτοί οἱ «μεταπράτες» μετέφεραν τίς ἀνάλογες ἰδέες πού ἐπικρατοῦσαν στόν δυτικό χῶρο, μέ καθυστέρηση πολλῶν ἐτῶν, καί συνήθως αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἀγνοοῦσαν τό βάθος τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεως.

Πράγματι, ἐνῶ τόν 19ο αἰώνα στήν Δύση ἐπικρατοῦσε ὁ Ρομαντισμός, στήν ῾Ελλάδα ἀναπτυσσόταν ἤ μεταφερόταν τό πνεῦμα τοῦ Διαφωτισμοῦ, μέ τήν ἐπιστροφή στήν ἀρχαία ῾Ελλάδα. Ἐνῶ τό τέλος τοῦ 19ου καί ἀρχές τοῦ 20ου αἰῶνος στήν Δύση ἐπικρατοῦσε ὁ Μοντερνισμός, στόν τόπο μας κυριαρχοῦσε ὁ Ρομαντισμός, ὁ Μοντερνισμός ἦλθε μέ καθυστέρηση πολλῶν ἐτῶν. Ἐπίσης, ἐνῶ στήν ἐποχή μας στήν Ἀμερική παρατηρεῖται κρίση τοῦ Μεταμοντερνισμοῦ καί ἀναζητᾶται ἡ βοήθεια τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεως σχετικά μέ τήν ἔννοια τοῦ ἀνθρώπου καί τίς σχέσεις του μέ τήν ὅλη κοινωνική ζωή, στήν χώρα μας ἀρχίζει νά ἔρχεται τό ρεῦμα τοῦ Μεταμοντερνισμοῦ, ὡς πλουραλισμοῦ καί συγκρητισμοῦ.

Ἔπειτα, ὅσοι μεταφέρουν τίς ἰδέες τῶν δυτικῶν ρευμάτων στόν χῶρο μας ἀγνοοῦν τήν εὐρωστία καί τήν δυναμικότητα τῆς ῾Ελληνορθοδόξου Παραδόσεως, γιατί ἄν τήν γνώριζαν, ὅπως ἐκφράζεται στά ἔργα τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ὅπως βιώνεται σήμερα στίς καλά ὀργανωμένες ἐκκλησιαστικές κοινότητες (μοναστηριακές καί ἐνοριακές), τότε θά τήν ἐκτιμοῦσαν καί θά τήν προσέφεραν ὡς ἀπάντηση καί λύση στίς ἀναζητήσεις τῶν δυτικῶν ἀνθρώπων.

Πάντως, ὁ Διαφωτισμός, πού ἦταν ἀπόρροια τῆς Ἀναγεννήσεως καί δημιούργησε διάφορες ἀνακατατάξεις στόν δυτικό χῶρο, μέ τήν ἐμφάνιση νέων ρευμάτων καί κινημάτων, δέν ἔλυσε τά βασικά ὀντολογικά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά καί ἡ Μετανεωτερικότητα μέ τήν «ἀμφισβήτηση τῆς αὐθεντίας», «τήν κατάρρευση τῆς λογικῆς τάξης» καί «τήν ἀπώλεια τοῦ ἀναγνωρίσιμου» καταλήγει στό woke culture κίνημα πού εἶναι ἄρνηση τῶν πάντων.

Ἡ Ὁρθόδοξη θεολογία δέν εἶναι ἕνα ἐποχιακό κίνημα, ἀλλά εἶναι ἡ ἀποκάλυψη καί φανέρωση τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος άνακαινίζει τά πάντα, γι’ αὐτό καί ὁ ὁρθόδοξος Χριστιανός εἶναι πάντα νέος, ἐπειδή κρατά τήν παράδοση πού εἶναι ζωή καί ὄχι συντήρηση καί δέν αἰσθάνεται «κορεσμό».