Τέσσερα χρόνια από την κοίμηση του μαρτυρικού Επισκόπου Απολλωνίας Κοσμά Κίριο

Του π. Ηλία Μάκου

24 χρόνια συμπληρώθηκαν από την κοίμηση (11-8-2020) του αλησμόνητου Επισκόπου Απολλωνίας Κοσμά Κίριο, που ως ιερέας τα χρόνια του διωγμού της πίστης στην Αλβανία υπήρξε μια εμβληματική φυσιογνωμία, καθώς με δύναμη καρδιάς και με κίνδυνο της ζωής του στήριζε τους Ορθοδόξους.

Ο Επίσκοπος Κοσμάς, την εποχή του αθεϊσμού ήταν ιερέας “εν κρυπτώ”. Μετά την εργασία του ως αμπελουργός, κυρίως βραδινές ώρες, τελούσε μυστικά βαφτίσεις και γάμους.

Μάλιστα, λέγεται, ότι οι βαπτίσεις, που έκανε, όλην την περίοδο του αθεϊστικού καθεστώτος, ανέρχονται σε εκατοντάδες ή και σε χιλιάδες

Να αναφερθεί ότι το Σάββατο 18 Ιουλίου 1998, δύο έτη πριν την κοίμησή του, ήταν μια ημέρα-σταθμός στη ζωή του π. Κοσμά Κίριο.

Αφού, προηγουμένως, η πρεσβυτέρα του έλυσε τον γάμο της μαζί του, για να αποσυρθεί στη μοναχική πολιτεία, και το ίδιο έπραξε και εκείνος, εξελέγη Επίσκοπος Απολλωνίας, Βοηθός του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου.

Νωρίτερα, βέβαια, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχε αξιωθεί να ζήσει την επάνοδο της θρησκευτικής ελευθερίας, που τόσο λυσσαλέα είχε πολεμηθεί στην Αλβανία, αλλά και τις πρώτες προσπάθειες αναδιοργάνωσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας από τον Πατριαρχικό Έξαρχο και στη συνέχεια Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο.

Πέντε ημέρες αργότερα, στις 23 Ιουλίου του 1998, χειροτονήθηκε στο ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Τιράνων.

Έγγαμος κληρικός, με επτά παιδιά, τρεις γιους, ένας από τους οποίους χειροτονήθηκε ιερέας και τέσσερις κόρες, δεν φοβήθηκε τη σκιά θανάτου, που σκόρπιζε το ολοκληρωτικό καθεστώς, γιατί η ιερατική του πορεία ήταν ήταν η περίφημη πορεία εκείνων της Αποκάλυψης “των ερχομένων εκ της θλίψεως της μεγάλης”, αλλά με υπομονή και δοξολογία. Έτσι δεν λύγισε μπροστά στους διώκτες του Θεού.

Η πίστη του συνδυαζόταν πάντοτε με την ψυχή του. Γι’ αυτό δεν καμπτόταν και απέναντι στις αντιξοότητες εμφανιζόταν ήρεμος και σταθερός τόσο, που φαινόταν, ότι ήταν ο Θεός μαζί του όταν πάλευε με τους τρομερούς κινδύνους, που κρέμονταν πάνω από το κεφάλι του.

Έμεινε, όμως, ακλόνητος μέσα στη λυσσασμένη προπαγάνδα των απίστων. Και στήριζε τους σκλάβους πιστούς να ανάβουν τα κανδήλια. Και ήταν πολλοί αυτοί. Γέροι σκυφτοί από τα χρόνια και της τυραννίας τον αβάσταχτο πόνο. Γριές, που ανήμπορο τους ήταν να κρατήσουν της λύπης τα δάκρυα, καθώς αναπολούσαν τα περασμένα…Κι ήταν και ώριμες γυναίκες και άνδρες, που με καρτερία κρατούσαν το βαρύ κλήρο της φυλής. Παλικάρια και νέες κοπέλες, που της πίστης τους η φλόγα νικούσε το φόβο του κινδύνου από τους “συντρόφους” κι “ελεύθεροι πολιορκημένοι” προσεύχονταν στον Χριστό.

Πίστευε ότι θα ξανανοίξουν οι ναοί, παρόλο, που τα χρόνια κυριαρχίας της αθεΐας, μια τέτοια εξέλιξη φάνταζε στα ανθρώπινα μάτια ακατόρθωτη.

Και παρακαλούσε το Θεό να αξιωθεί να μην πεθάνει προτού ανοίξουν. Όπως και έγινε…